Μητρότητα

Μητρότητα

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Η ΑΥΤΟΥΛΙΤΣΑ

Το πολύ γέλιο δεν κάνει μόνο καλό. Όπως όλα τα «πολύ» μπορεί να αποβεί ως και μοιραίο. Γι αυτό και όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι, η μάνα του, το κοίταξε καλά-καλά κι άρχισε να γελάει. Γέλασε τόσο πολύ, ώστε η καρδιά της ασυνήθιστη στην τόση ευφροσύνη, δεν άντεξε και σταμάτησε να χτυπάει. Βέβαια το παιδί πρώτη το είχε δει η μαμή, που όμως δεν γέλασε καθόλου, εφόσον τα μάτια της είχαν δει και είχαν δει και τίποτα μα τίποτα δεν τα ξάφνιαζε. Είπε μόνο «έχεις να φας την καζούρα της ζωής σου» και το έδειξε στον πατέρα του, που δεν το καλοείδε, αφού έκλαιγε τον θάνατο της γυναίκας του. Η μαμή, του το ξανάδειξε, ο πατέρας ρώτησε ένα «Ε, τι;» και κοίταξε την μαμή με μάτια κλαμένα.
«Κύριε, δεν βλέπετε επάνω της τίποτα παράξενο;» τον ρώτησε κι ο πατέρας αφού την πρόσεξε λίγο καλύτερα, είπε αόριστα «Αφού το παιδί είναι γερό, νομίζω ότι κάτι τέτοιο, δεν είναι και ιδιαίτερο πρόβλημα» κι η μαμή συμφώνησε ότι το κοριτσάκι ήτανε απόλυτα υγιές, αλλά πάλι…
«Τι πάλι κυρία μαμή; Κορίτσι είναι, θα αφήσει μαλλιά κι όλα καλά». Η μαμή πείσμωσε, με την συμπεριφορά του πατέρα και μόλο που λόγος δεν της έπεφτε συνέχισε «Κύριε, ναι, να αφήσει μακριά μαλλιά, αλλά μέχρι πού;»
«Όσο πρέπει» απάντησε ο πατέρας και βιαζότανε να πέσει στο πένθος του με ησυχία. «Και πόσο θα πρέπει κύριε; Δεν βλέπετε πως το μικρό έχει τόσο μακριά αυτιά που φτάνουν τις πατούσες του;»
Ο πατέρας ξανακοίταξε το νεογέννητο και έλαμψαν προς στιγμή τα μάτια του. «Μπορεί κυρία μαμή, να μείνουν τα αυτάκια της τόσα, και να μεγαλώνει μόνο το σώμα της. Τότε, τα αυτάκια της θα είναι μέχρι τον λαιμό της το πολύ και όλα θα λυθούν μια χαρά» είπε και βυθίστηκε στην λύπη του που διάρκεσε μερικούς μήνες.

Όταν μετά μήνες σήκωσε τα μάτια του και είδε το κοριτσάκι του ολόιδιο με την μάνα του το αγάπησε πολύ. Το φρόντιζε, το έπαιζε, το μάθαινε, και του άφηνε τα μαλλάκια του μακριά ώστε να καλύπτουν τα μακριά του αυτάκια. Ο πατέρας, την βάφτισε Χρυσή, όπως λέγανε και την μητέρα της, αλλά την φώναζε χαϊδευτικά, Αυτουλίτσα. Μικρή, η Αυτουλίτσα, έκλαιγε συχνά, γιατί μπουσουλώντας πατούσε τα αυτάκια της. Μεγάλη, γιατί τα παιδιά την έβλεπαν και γελούσαν.
«Γιατί δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά;» τον ρώτησε με βουρκωμένα ματάκια ένα απόγευμα.
«Είσαι σαν τα παιδιά όλα» την καθησύχαζε ο πατέρας, «μόνο που έχεις κάτι περισσότερο».
Η μικρή δήλωσε ότι δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από τα άλλα παιδάκια κι ότι αν δεν έβρισκε ο ίδιος, ένα τρόπο να χαθούν τα αυτιά της από το κεφάλι της θα πήγαινε στον νερόμυλο και θα τα άπλωνε κάτω από την μεγάλη μυλόπετρα να τα κόψει μόνη της. Ο πατέρας της τότε την πήρε αγκαλιά και της είπε, ότι ο καλός Θεός τα δίνει όλα για κάποιον λόγο.
«Για ποιόν λόγο; Πες μου. Μήπως για να διασκεδάζω τα άλλα παιδιά;»
Ο πατέρα τα έχασε προς στιγμήν, αλλά αμέσως της εξήγησε ότι οι λόγοι του Θεού, δεν ήταν αμέσως κατανοητοί. Θα ερχότανε όμως η μέρα που θα τον καταλάβαιναν.
Το κοριτσάκι δεν παρηγορήθηκε και πολύ. Άσε που δυσκολευότανε να παίξει με τα παιδιά τα συνηθισμένα παιχνίδια, ας πούμε κρυφτό, η κυνηγητό….
Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό του και άρχισε να εφευρίσκει νέες ασχολίες, όπως να μυρίζεται, να παρατηρεί, να ακούει τους ελάχιστους, ακαθόριστους θορύβους που βγαίνανε από τα μικρά πλασματάκια της φύσης. Όπως να ξεχωρίζει το πέταγμα της πεταλούδας από ένα χιλιόμετρο μακριά. Να ακούει τον γαιοσκώληκα, να ανοίγει τις υπόγειες στοές του δέκα μέτρα κάτω από την γη. Να διακρίνει τον κροταλιστό πήδο της ακρίδας, πάνω στο σιτάρι, η να ξεχωρίζει με κλειστά μάτια το πέταγμα του μπάμπουρα από τον τζίτζικα η τα πρωτοξάδερφά του. Μάλιστα θα ορκιζότανε ότι κάτι φορές, την φτάσανε κάτι σφυρίγματα, κάτι λεξούλες που μοιάζανε σαν κάποιος να την φώναζε, «Ε! εσύ!» η, «Καλέ, κοριτσάκι!», η «Γεια σου μπέμπα» αλλά όπου και να κοιτούσε δεν έβλεπε κανέναν άλλον από κάνα αλογάκι της Παναγίτσας, κάποιο μυρμηγκάκι, η κάνα τσώνι φοβισμένο να την κοιτάζει από την φωλιά του.
Δεν τόλμησε να μιλήσει σε κανέναν για αυτό. Ούτε στον πατέρα της. Δεν τον έφτανε που έκανε τόση προσπάθεια να την πείσει ότι δεν υπήρχαν ελαττώματα, να του φόρτωνε και άλλο φόβο; Ποτέ! Ήταν τόσο καλός και της διάβαζε συχνά παραμύθια. Ένα βράδυ της διάβασε το «ΠΙΝΟΚΙΟ». Η μικρούλα τότε ήταν που δεν κρατήθηκε. «Αυτό, έλεγε ψέματα γι αυτό μεγάλωνε η μύτη του» παραπονέθηκε. «Εγώ τι έκανα;» Ο πατέρας της είπε να έχει εμπιστοσύνη στον καλό Θεούλη και όλα θα τα καταλάβαιναν την σωστή στιγμή.
«Μα ποια στιγμή; Είμαι έξι χρονών και πάω στα εφτά» και τότε ο πατέρας της εξήγησε την διαφορά του Θείου χρόνου από τον ανθρώπινο. Η μικρούλα απογοητεύτηκε. Μπορεί δηλαδή, μια στιγμή, στα γεράματα της ο καλός Θεούλης να της εξηγούσε. Αλλά τότε, τι να το έκανε; Τώρα υπέφερε από τα παιδιά, τώρα πληγωνόταν, τώρα κρυφόκλαιγε τα βράδια.
Η μικρούλα κατάλαβε ένα πράγμα. Έπρεπε να μάθει να ζει με αυτό. Μάλιστα μια μέρα θύμωσε τόσο πολύ που πήρε την ψαλίδα του κλαδέματος και έκοψε τα μαλλιά που της μάκραινε ο πατέρας της με κόπο.
«Δέστε τώρα ότι θέλετε να δείτε» είπε στα παιδιά και τους γύρισε περήφανα την πλάτη.
Το βράδυ ο πατέρας, της είπε ότι αυτό που έκανε ήταν μια ηρωική πράξη, και επίσης μια πράξη αυτογνωσίας και προσπάθησε να της εξηγήσει τις δύο έννοιες. Η Αυτουλίτσα, τον άκουγε προσεκτικά κι επειδή φύσαγε ένα κρύο αεράκι γύρισε τα αυτάκια της στο λαιμό σαν κασκόλ και προστατεύτηκε ζεστά-ζεστά.
«Πού έμαθες τόσα ωραία πράματα;» τον ρώτησε μετά.
«Στο σχολείο» απάντησε εκείνος και την παρηγόρησε γιατί ο χρόνος για το δικό της σχολείο, κόνταινε.

Η πρώτη ημέρα, ήταν πολύ σημαντική. «Εκεί αρχίζει η αληθινή ζωή» της είπε ο πατέρας και της έστρωσε τα κοντά της μαλλάκια με τα δάκτυλά του. «Εκεί δεν θα έχεις βέβαια την θέση που έχεις στην καρδιά μου, αλλά μαζί με όλα τα παιδιά του κόσμου, θα αγωνιστείς να κερδίσεις την θέση σου. Δεν έχει σημασία αν θα είναι πρώτη, δεύτερη, η εκατοστή. Σημασία θα έχει, ότι θα είναι η δική σου θέση, που θα την αποκτήσεις με την δική σου αξία. Τράβα μικρούλα μου» της έριξε κι ένα μπατσάκι στον ποπό.
«Δεν θα με πας εσύ;» παραπονέθηκε αυτό, αλλά δεν πήρε απάντηση κι έφυγε με μια αίσθηση μοναξιάς, σέρνοντας την βαριά του σάκα.
Ο δρόμος όμως ήταν ωραίος και την τράβηξε από όλα. Άσε που ένοιωσε και μεγάλη πια για να κυκλοφορεί μόνη της.
Ο ουρανός φωτεινός και μελισσάκια αγουροξυπνημένα κυνηγιούνται στην μύτη της μπροστά. Το χώμα γύρω νωπό. Λουλούδια σκαλώνανε σε βράχους κι οι καμπανούλες με τον παραμικρό άνεμο, κουδουνίζανε ντιννννν, νταν. Ντιιιιν, ντάν.
Στ αλήθεια τις άκουγε. Όπως και όλους τους πρωινούς βόμβους.
Κι ύστερα άκουσε ολοκάθαρα τη φωνή.
«Γεια σου παιδάκι». Το παιδί έμεινε ακίνητο και κοιτάζει ένα γύρω.
«Ποιος είναι;» ρωτάει και ψάχνει πέρα-δώθε.
«Εγώ! Πού κοιτάς; Μπροστά σου είμαι!»
«Δεν μπορεί! Λάθος θα κάνω….»
«Δεν κάνεις λάθος…εγώ είμαι που μιλώ, κι εσύ που με καταλαβαίνεις. Που το παράξενο;» είπε ένα ζωύφιο και πέταξε μπροστά από τα μάτια της, σφυρίζοντας σαν αεροπλάνο.
«Μα εσύ….»
«Μάλιστα, εγώ, είμαι ένα κουνούπι. Κώνωψ, για την ακρίβεια Κώνωψ ο Ανωφελής. Τι γελοίο υποκοριστικό»
«Τι θα πει ανωφελής;» ενδιαφέρθηκε η μικρή.
«Άχρηστος….Αυτός μάλλον που δεν χρωστάει καλό να κάνει…»είπε το κουνούπι και σταύρωσε τα μακριά του πόδια ενώ άρχισε να ξύνει σκεφτικά, την μακριά του προβοσκίδα.
«Σε στεναχωρούν ε;» ρωτά το μικρούλι και σκέφτεται ότι και την ίδια στεναχωρούνε τα παιδιά καθημερινά…
«Με στεναχωρούνε…αλλά τι περιμένεις από τους ανθρώπους; Καλύτερη συμπεριφορά; Εσύ τι είσαι; Άνθρωπος είσαι….τους φέρνεις λίγο» συμπλήρωσε
κι ανέβηκε στο δεξί της αυτί κι έκανε μια ωραία τσουλήθρα. Μετά πέταξε πάλι μπρος της. «Τι είσαι; Άνθρωπος είσαι;»
«Όχι! Δηλαδή δεν νομίζω» απάντησε σκεφτικά το κοριτσάκι.
«Και τι είσαι τότε;» επέμεινε ο Κώνωψ
«Παιδί! Αυτό είμαι. Παιδί. Αλλά από σήμερα που θα πάω σχολείο, θα αρχίσω να γίνομαι άνθρωπος»
«Σβουνννννννν» σβούνιιιιιιισε το κουνούπι με έκπληξη. «Αυτό δεν το ήξερα. Δεν ήξερα ότι χρειάζεται εκπαίδευση ώστε να γίνει κάποιος τόσο εγωιστής και αγενής, όσο ο άνθρωπος. Και δεν μου λες. Γιατί δεν μένεις παιδί; Προσωπικά, καλύτερα τα πάω με τα παιδιά….γενικά μιλάω βέβαια….υπάρχουν και οι εξαιρέσεις»
«Νομίζω δεν μπορώ»
«Τι θα πει δεν μπορείς;»
«Νομίζω ότι δεν είναι στο χέρι μου»
«Και ποιος το κανονίζει;» έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον ο Κώνωψ και έσκυψε κοντά στα μάτια της.
«Θα πρέπει να υπάρχει νόμος»
«Τι είναι νόμος;»
«Δεν ξέρω. Μα σήμερα σίγουρα θα μάθω»
«Αν είναι έτσι, θα σε περιμένω στον γυρισμό να μου πεις»
«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου αντί να με περιμένεις; Έτσι θα τ ακούσεις με τα ίδια σου τα αυτιά»
«Δεν γίνεται. Εγώ στο σχολείο κινδυνεύω. Μια φορά ο προπάππος μου έκανε το λάθος και δεν γύρισε»
«Γιατί; Τι έπαθε;»
«Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν επί τόπου»
«Πω! Πω! Τον σκότωσαν; Τα παιδιά;»
«Όοοοχι! Ο ίδιος ο δάσκαλος. Το έπιασε και τον κάρφωσε με μια τόση καρφίτσα στην κοιλιά, στον πίνακα από φελλό. Εκεί, αφού πέθανε μέσα σε βασανιστήρια, κάλεσε την τάξη όλη κι έκανε μάθημα επάνω του. Μάλιστα! Επάνω του. Αν δεν με πιστεύεις πήγαινε στην Α1 τάξη, και ρίξε μια ματιά στην βιτρίνα της εντομολογίας. Θα φρίξεις»
«Δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί θα έκαναν τόσο κακό στον προπάππο σου;»
«Δεν γνωρίζω. Αλλά λένε πως μεταφέρουμε με το ρύγχος μας ένα πυρετό κι ότι μόνο κακό προξενούμε. Αλλά σε βεβαιώνω ότι κάνουν λάθος. Είμαστε χρήσιμα»
«Για να το λες εσύ…..αλήθεια σε τι χρησιμεύετε;»
Το κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους πάνω από το κεφάλι της μικρής κοίταξε μακριά και μετά στάθηκε μπροστά στα μάτια της.
«Και μόνο ότι με εμάς τρέφονται ένα σωρό άλλα ζώα και πτηνά, πουλιά, βάτραχοι, σαύρες ας πούμε, είναι αρκετό. Το ξέρεις ότι για να υπάρχουμε υπάρχει λόγος;» «Μου το χει πει κι ο πατέρας μου»
«Το ξέρεις ότι ο Θεός έχει φτιάξει μια αλυσίδα από όλα τα είδη, όπου το ένα κρατάει τον άλλον σαν κρίκος, και αν ένας κρίκος να σπάσει όλα χαλάνε; Πάει η Τάξη, πάει η ισορροπία;»
«Δεν το ξέρω!»
«Στο λέω λοιπόν και να το μάθεις»
«Κι είναι δηλαδή αλήθεια πως κάθε τι που γίνεται έχει τον λόγο του;»
«Και βέβαια! Τι νόμιζες; Ότι είναι όλα τυχαία; Όχι αγαπητή μου. Όλα έχουν τον λόγο τους» Ρίχνει μερικές γρήγορες ματιές δεξιά-αριστερά και ρωτάει γρήγορα-γρήγορα
«Θα έχεις γίνει άνθρωπος στον γυρισμό, η θα είσαι ακόμα παιδί;»
«Μάλλον παιδί. Σιγά-σιγά θα γίνω άνθρωπος»
«Ωραία….έχουμε καιρό μέχρι τότε» χάρηκε το κουνούπι και πέταξε πάνω από το κεφάλι της» Φεύγω τώρα γιατί πλάκωσε η μαμαλίγκα. Καλό κουράγιο» είπε και χάθηκε.

Μετά την πρώτη ώρα, η Αυτουλίτσα, πήγε στην Α1 και στάθηκε ασάλευτη παρατηρώντας το προπάππο του κουνουπιού. Ο δάσκαλος την πλησίασε.
«Σ ενδιαφέρουν τα έντομα Χρυσή;»
«Μ ενδιαφέρουν, αλλά όχι καρφιτσωμένα»
Τότε ο δάσκαλος της μίλησε για την ανάγκη που υπάρχει πάντα, στο να θυσιαστούν μερικά, για το καλό της ανθρωπότητας. Η γνώση, η επιστήμη, η πρόοδος, της είπε, έχουν σαν πρώτο βήμα την παρατήρηση. Για να παρατηρήσει όμως κάτι θα πρέπει να το φέρεις στο μικροσκόπιο….Η μικρή τον έκοψε ρωτώντας τον, αν είναι αλήθεια ότι υπάρχει η αλυσίδα των ειδών, που της είχε μάθει ο κύριος Ανωφελής. Ο δάσκαλος τότε, δεν απάντησε, αλλά μάζεψε όλους τους μαθητές και τους είπε ότι μακάρι να έμοιαζαν στην μικρή Χρυσή που όλο ρωτούσε και έδειχνε τέτοια έφεση για την μάθηση. Τα παιδιά ακούσανε τον δάσκαλο με μεγάλο σεβασμό και στο διάλειμμα κορόιδεψαν το κοριτσάκι με περισσότερη αγριότητα. Εκτός ένα αγόρι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη γειτονιά. Είχε μεγάλα μαύρα μάτια και κοκκίνισε όταν την είδε να τον κοιτάζει. Τα παιδιά εξακολούθησαν τα ειρωνικά σχόλια για τον «Μεταλλαγμένο Αϊνστάιν» το αγόρι κατέβασε το κεφάλι κι έφυγε κι η ίδια, παρατήρησε ότι δεν πληγώθηκε σαν άλλοτε. Μπορεί το σχολείο, να είναι κάτι σαν φάρμακο, σκέφτηκε κι ανακουφίστηκε πολύ. Ή η ματιά εκείνου του αγοριού, ξανασκέφτηκε και ανακουφίστηκε τελείως.

Σαν όλα τα παιδιά βαρεθήκανε να την πειράζουν και στο σχόλασμα κι έμεινε μόνη στον δρόμο του γυρισμού, μια μικρούλα φωνίτσα της γαργάλισε την μύτη.
«Ψιτ, ψιιιιτ…ψιτ…» Η Αυτουλίτσα προχωρούσε απορροφημένη σε σκέψεις, χωρίς να δώσει σημασία.
«Καλέ! Κοπελίτσα! Καλά τα αυτιά αυτά για φιγούρα τα έχεις;»
Η Αυτουλίτσα συνήλθε στο λεπτό και έψαξε να βρει το αυθάδικο πρόσωπο της πιο αυθάδικης φωνής.
«Ε! εδώ είμαι…» Βούιξε τότε μπροστά της ένα δείγμα κουνουπιού…
«Γεια σου χρυσούλι μου…» πήγε να το χαιρετίσει η μικρή αλλά εκείνο την έκοψε με αγένεια.
«Εσένα έμαθα σε λένε Χρυσή. Αν ήσουν μάνα μου μπορεί να ήμουν το χρυσούλι σου. Τώρα, είμαι ο Κώνωψ ο Ανωφελής Junior, και μ έστειλε ο πατέρας μου να σου πω, πως σε περιμένει δίπλα στην γούρνα να συνεχίσετε την κουβέντα σας. Αν και δεν καταλαβαίνω τι δουλειά έχει με τους επίγονους των φονιάδων του προπάππου μου» Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε γιατί το ζουδάκι ήταν τόσο επιθετικό. Το ρώτησε λοιπόν με ευγένεια.
«Γιατί υπάρχει πόλεμος κηρυγμένος και ακήρυχτος ανάμεσα σε σας κι εμάς. Δεν ξέρεις πως με το που γεννιόμαστε δίνουμε όρκο τιμής να μην συμμαχήσουμε ποτέ με τη ράτσα σας;»
«Δεν το ήξερα» απάντησε η Αυτουλίτσα στενοχωρημένη. «Είχα πεισθεί, ότι υπάρχει λόγος που υπάρχουμε και συνυπάρχουμε»
«Αυτά τα λένε όλοι οι γέροι. Ξεχάσανε όμως πως ολόκληροι στρατοί, από επιστήμονες, τεχνικούς, εργάτες, δουλεύουνε κάθε λεπτό για τον τρόπο που θα μας εξολοθρεύσουνε γρηγορότερα. Γι αυτό κι εμείς θα αντισταθούμε»
«Και πως θα μπορέσετε να το καταφέρετε κάτι τέτοιο; Θα κηρύξετε πόλεμο στην ανθρωπότητα;»
«Κρατάς μυστικό;» ρωτά ο Ανωφελής Junior, και κάθεται στην άκρη της μυτούλας της.
«Κρατάω» υπόσχεται η Αυτουλίτσα και σταματά να περπατά για να τον ακούσει.
«Λοιπόν, μάθε κυρία μου, ότι έχουμε οργανωθεί!»
«Που θα πει;»
«Είσαι βλάκας; Δεν μ αρέσει να μιλάω σε βλάκες. Κι εγώ σε είδα που γύριζες απ΄ το σχολείο και σε πέρασα για έξυπνη»
«Πρώτη ημέρα πήγα σχολείο. Κι ύστερα δεν μπορούμε να είμαστε κι όλοι έξυπνοι σαν κι εσένα. Πρέπει να είσαι καλός με τους κατώτερούς σου»
«Πρώτη φορά ακούω τέτοια βλακεία. Αλλά τέλος πάντων τι έχω να φοβηθώ από ένα χαζοκόριτσο, που δεν σηκώνει το χέρι του να σκάσει πέντε-έξι μπάτσους στα αλητάκια που την κυνηγούνε; Το πολύ-πολύ, αν με μαρτυρήσεις, να σε κάνω κόσκινο με τους φίλους μου και να σε στείλουμε στο νοσοκομείο. Το λιγότερο!»
«Αν αυτό είναι το λιγότερο, το περισσότερο πιο είναι;» απόρησε το μικρό κορίτσι.
«Το περισσότερο είναι να σε μολύνουμε με θανατηφόρο ιό»
«Μπά; Στο χέρι σου είναι;» απόρησε ειλικρινά το κοριτσάκι.
«Και βέβαια. Έχουμε όλα τα μέσα…Κάνουμε ένα A Mail και σε λίγες μέρες έχουμε όποιον ιό θέλουμε από όποιο μέρος του κόσμου επιθυμούμε»
«Μα τότε είστε παντοδύναμοι!» θαύμασε το κορίτσι. Ο Ανωφελής Junior, παρουσίασε στρατιωτικά, χτυπώντας το τακούνι του ενός ποδιού, στη φτέρνα του άλλου παπουτσιού. «Η Ισχύς εν τη Ενώσει» απάγγειλε.
«Που θα πει;»
«Θα πει ότι, κρατήσου! Κρατιέσαι; Θα πει ότι έχουμε συστήσει κρυφή παρακρατική οργάνωση. Είμαστε οι Νέοι Εκδικητές που θα αντισταθούμε στην μεθοδευμένη σας γενοκτονία. Στο δηλώνω εγώ, εν τιμή, εξ ονόματος όλων των συναγωνιστών μου, ότι θα πάρουμε το Αίμα σας πίσω»
«Το Αίμα σας πίσω»
«Αυτό λέω κι εγώ. Το Αίμα σας»
«Οι γονείς σας το ξέρουν αυτό;»
Το κουνούπι στριφογύρισε σαν τρελό γύρω της κάπου δέκα φορές βουίζοντας.
«Υποσχέθηκες! Υποσχέθηκες να μη το πεις!»
«Δεν θα το πω» το καθησύχασε η Αυτουλίτσα… «Μείνε ήσυχος»
«Εσύ θα μείνεις ήσυχη αν δεν το πεις….Τώρα φεύγω….εκεί στην γούρνα σε περιμένει….»
«Αλήθεια γιατί δεν ήρθε να με βρει;»
«Δεν ξέρεις; Η κάνεις πως δεν ξέρεις; Γέρος είναι, δεν τρώει και καλά….μια αναιμία σου κόβει τα πόδια όπως και να το κάνουμε»

Ο Κύριος Ανωφελής την περίμενε ακουμπώντας σε ένα φύλλο ανοικτό πράσινο με καφετιές βούλες.
«Δεν νοιώθετε καλά;» ενδιαφέρθηκε η μικρή.
«Μια χαρά νοιώθω…σ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου…Λοιπόν; Πως πήγε η πρώτη μέρα στο σχολείο; Σου έκανε καλό; Έγινες άνθρωπος;»
«Δεν ξέρω αν έγινα άνθρωπος, έμαθα όμως ότι ο κύριος παππούς σας έπεσε, για το καλό της ανθρωπότητας».
«Πρώτη μέρα και σας αρχίσανε στα παραμύθια….» βούιξε θυμωμένα ο κύριος Ανωφελής… «Κατάλαβα…» συνέχισε «…την τελευταία μέρα του σχολείου, δάσκαλοι και μαθητές, θα είσαστε ίδιοι»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Γιατί, πάντα έτσι λέγανε….το διαβάσαμε στα απομνημονεύματα που μας αφήσανε οι πρόγονοί μας. Στο όνομα της ανθρωπότητας, κάνουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Μήπως θέλεις να σου πω μερικά; Βόμβες, πόλεμοι, πυρηνικά, δηλητηρίαση της ατμόσφαιρας, τρύπα του όζοντος, άνιση κατανομή των πόρων, Τείχη, γενοκτονίες, αποψίλωση του φυσικού πλούτου…Θέλεις κι άλλα;»
«Όχι…φτάνουν…Δηλαδή όλα είναι ψέματα;» απογοητεύτηκε το κορίτσι…
«Δεν είναι ψέματα ακριβώς….Είναι πώς να το πούμε….λαϊκά… «κάθε ένας κι η αλήθεια του». Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Δηλαδή η αλήθεια δεν είναι μία;»
«Μία!….Μία!….αλλά καμωμένη από πολλές μικρές….αν με εννοείς….»
«Δεν εννοώ» ψέλλισε το κοριτσάκι και ένοιωσε το κεφαλάκι του να πονάει από τα πολλά που μάθαινε σε μια μέρα…
«Τι έχεις; Δεν είσαι καλά;» την παρατήρησε φέρνοντας βόλτες γύρω της ο κύριος Ανωφελής. Η Αυτουλίτσα του εξήγησε και εκείνος την βεβαίωσε, ότι η γνώση, είναι πράγματι μεγάλος πονοκέφαλος.

Στον δρόμο για το σπίτι, το κοριτσάκι σκέφτηκε το αγόρι με τα μαύρα ματάκια, και ντράπηκε για τα αυτάκια της για άλλη μια φορά. Μετά σκέφτηκε το κίνημα που ετοιμάζανε τα κουνούπια όλου του κόσμου κι άρχισε να την απασχολεί αν έκανε καλά που το έκρυψε από τον κύριο Ανωφελή.
Ο πατέρας, την περίμενε στην αυλούλα και την αγκάλιασε με στοργή.
«Μου έλειψες» είπε και κοίταξε το μουτράκι της με προσοχή. «Τι απασχολεί το μικρό μου;»
Η Αυτουλίτσα κάθισε στα γόνατά του και τον έπιασε με τα δυο της χεράκια.
«Αν μαρτυρήσω ένα μυστικό θα είναι κακό;»
«Πολύ κακό πουλάκι μου. Αν μαρτυράς, δεν θα σου έχουν εμπιστοσύνη οι άνθρωποι…»
Άντε τώρα να εξηγήσεις στον μπαμπά ότι δεν πρόκειται για ανθρώπους αλλά ….
«Κάποιος σου εμπιστεύτηκε λοιπόν κάτι….»
«Ναι»
«Κι εσύ θέλεις να το πεις….»
«Δεν θέλω….αλλά αν δεν το πω μπορεί να γίνει μεγάλο κακό….Αν πάλι το πω μπορεί να πάθω κακό η ίδια»
«Το μεγάλο κακό θα το πάθουν πολλοί άνθρωποι;»
«Όλοι»
«Κι εσύ δεν θα είσαι μέσα; Η ξέρεις, ότι εσύ θα γλιτώσεις;»
«Όχι. Δεν το ξέρω»
«Τότε γλυκιά μου, αφού εσύ έτσι κι αλλιώς δεν γλιτώνεις, φρόντισε τουλάχιστον να σώσεις τους άλλους. Αυτό, λέγεται αυτοθυσία κι έχω πολλές ωραίες ιστορίες να σου πω για πρόσωπα που θυσιάστηκαν για να σώσουν μια κοινότητα, ένα λαό, ή και ολόκληρο έθνος»
Ο πατέρας άρχισε να μιλάει κι ούτε δείπνο δεν τους έκανε κέφι να πάρουν.
Η Αυτουλίτσα, κοιμήθηκε στην αγκαλιά του κι ο πατέρας την απόθεσε τρυφερά στο κρεβάτι της. Η Αυτουλίτσα εκείνο το βράδυ, ονειρεύτηκε ότι είχε αυτάκια κανονικά και περπατούσε στην εξοχή χέρι-χέρι, με το αγόρι με τα μαύρα ματάκια, που δεν τα ξεκολλούσε από πάνω της.

Το ξύπνημα της ήταν βίαιο. Ένα δυνατό τσίμπημα, την πέταξε από τα στρωσίδια της, κι όσο ξυνότανε άκουσε και τη σοβαρή φωνή του κυρίου Ανωφελή.
«Μη φοβάσαι. Δεν σε μολύνω. Με αγκάθι από Ασπάλαθο σε τσίμπησα. Με συγχωρείς για την ώρα, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις…»
Η Χρυσή κάθισε στην άκρια του κρεβατιού της και ξύνοντας ακόμη το μπρατσάκι της, ρωτάει τον επισκέπτη της νύχτας.
«Θα πρέπει κάτι πολύ σοβαρό να συμβαίνει….για να είσαστε εδώ…»
«Μάλιστα…Ξέρεις, από την ώρα που έστειλα τον Χαράλαμπο να σε φωνάξει…δεν επέστρεψε στο σπίτι μας….Η μητέρα του είναι σε απόγνωση, νομίζει ότι έχει μπλέξει με κακές παρέες, αλλά εγώ φοβάμαι πολλά χειρότερα…»
Το κορίτσι θέλει να ξεκαθαρίσει το μυαλό του ώστε να θυμηθεί ποιος είναι ο Χαράλαμπος και πότε συναντήθηκε μαζί του αλλά άδικος κόπος.
«Με συγχωρείτε….είμαι από τον ύπνο…Για ποιόν Χαράλαμπο μου μιλάτε; Εγώ με τον μόνο που συναντήθηκα νομίζω…ήταν με τον Junior»
«Τον ποιόν;»
«Τον γιο σας. Τον Ανωφελή Junior»
«Ώστε έτσι σου συστήθηκε; Α, τον ανεπρόκοπο….Χαράλαμπο τον λένε αλλά ντρέπεται για το όνομά του και τη μία γίνεται Μπάμπης, την άλλη Χάρης, την παράλλη Λάμπης, κάποτε έγινε Λάρρυ…»
«Λάρρυ…από πού ως που;» ρώτησε το κορίτσι και ήπιε λίγο νερό να ξεδιψάσει.
«Α, αυτό τον ρώτησα κι εγώ. Και ξέρεις τι μου είπε, ότι προήλθε από αναγραμματισμό κι ότι σαν όλους τους γέρους δεν είχα φαντασία…Ώστε τώρα έγινε Junior; Λοιπόν αγαπητή μου, μήπως γνωρίζεις τι θα έκανε μετά την συνάντησή σας;»
«Υπάρχει λόγος για να ανησυχείτε τόσο πολύ;» θέλησε να μάθει περισσότερα η Χρυσή.
«Μπορώ να καθίσω; Ευχαριστώ…Λοιπόν να σου εμπιστευτώ κάτι….όπως σε όλες τις κοινωνίες, υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να μένουν ίδια. Για να διατηρείται η τάξη….αν με εννοείς. Δεν μπορεί να φέρει ένας ταραξίας τα πάνω κάτω….αν με εννοείς. Έχουμε κοντολογίς, καταφέρει να βρούμε κάποιους τρόπους να επιβιώνουμε με όλα τα είδη….άλλοτε κλίνει λίγο η ζυγαριά από εδώ, άλλοτε λίγο από κει….γενικά κρατιέται μια ισορροπία. Εδώ και καιρό όμως, όλο και κάτι κουβέντες παίρνει το αυτί μου, όλο και κάτι παράνομα συνθήματα ακούγονται…όλο και κάποιες απουσίες σημειώνονται ….ξέρεις τώρα σ αυτήν την ηλικία…..που λέει ο λόγος… «το αίμα τους βράζει» δεν θα ήθελα να μας μπλέξουνε σε καμιά παλιό-κατάσταση. Είναι που είναι από φύση του, αρκετά εριστικός, αν μπλέξει και σε κανένα παράνομο κύκλωμα…..Πολύ φοβάμαι αγαπητή μου….Για την ισορροπία στον κόσμο γενικά, αν με εννοείς»
Η Χρυσή είχε τεντώσει τα αυτιά της που ξύνανε μέχρι και το ταβάνι….Ο τζούνιορ είναι ένας επαναστάτης….Μπορεί όμως, να το πει αυτό, σε έναν πατέρα; Μήπως με την βοήθεια της ικανότητας της να ακούει πολύ μακριά και τον παραμικρό θόρυβο, θα μπορούσε να βοηθήσει τον απελπισμένο πατέρα χωρίς να ομολογήσει ότι γνώριζε τα σχέδια του Junior;
«Προτείνω να καθίσετε επάνω μου να ξεκουραστείτε, κι εγώ θα προσπαθήσω να μάθω που είναι»
Ο κύριος Ανωφελής θρονιάστηκε στο δεξί της αυτί και κρύφτηκε στην πτυχή του για να μην τον παίρνει ο νυχτερινός αέρας έτσι που έτρεχε η Χρυσή.
Πέρασε την δημοσιά δυο φορές. Έφτασε στα σπίτια του οικισμού. Διέσχισε το δασύλλιο οριζόντια και κάθετα. Αλαφροπάτησε στο ποτάμι για μίλια ολόκληρα…
Στάθηκε στην άκρια της λίμνης και αφουγκράστηκε προς όλες τις κατευθύνσεις…τίποτα. Απόκαμε και είπε να καθίσουν στο παγκάκι της κεντρικής πλατείας του οικισμού. Πίσω τους ένα κάδος απορριμμάτων αναποδογυρισμένος μύριζε απαίσια. «Μπουουουχ…..δυσωδία….» πήγε να πει η Αυτουλίτσα, όταν κάποιοι ψίθυροι την φτάσανε και την κόλλησαν στην θέση της.
«Κάπου εδώ κοντά είναι» είπε του κυρίου Ανωφελούς. Ο οποίος πετάχτηκε μπροστά της ρωτώντας την αν είναι καλά…. «Μια χαρά είναι….μόνο που δεν είναι μόνος του»
«Ας δούμε πρώτα που είναι και μετά τους συγυρίζω εγώ, όσοι κι αν είναι» είπε θυμωμένα και έψαχνε δεξιά-αριστερά, ως που η Χρυσή πλησίασε ένα κομμένο καρπούζι, που σάπιζε πεταμένο στην πρασιά της πλατείας. «Εδώ είναι….» είπε ενώ από μέσα από το καρπούζι ακούγονταν επευφημίες και «Ζήτω οι νέοι μαχητές» και «Ζήτω η νέα τάξη πραγμάτων» και «Ζήτω σ εμάς και σ όλους μας και μούντζα στους υπόλοιπους»
«Μπορώ να φύγω τώρα;» ρώτησε τον φίλο της «Έχω και σχολείο αύριο…μη με χάσει κι εμένα ο πατέρας μου»
«Και βέβαια….σ ευχαριστώ…Θα το χειριστώ εγώ τώρα το ζήτημα…Να ξέρεις πάντως, πως κάποτε, αργά η γρήγορα, θα σου το ανταποδώσω» είπε και με το που έφυγε η μικρή, σφύριξε τρεις φορές συνθηματικά.
Το σμήνος για «έκτακτα περιστατικά» έκανε την εμφάνιση του στον νυχτερινό ουρανό της πλατείας που φωτιζόταν από τους γλόμπους του Νέον. Ο κύριος Ανωφελής, τους έδειξε το κρησφύγετο με τους ταραξίες και έφυγε περίλυπος.


Η Αυτουλίτσα πήγαινε στο σχολειό της, με κάθε καιρό. Σαν φυσούσε άνεμος, σήκωνε τα αυτάκια της και τυλιγόταν. Σαν έβρεχε, τα άπλωνε και τα έκανε ομπρελίτσες. Στην ζέστη, τα ανέμιζε και δροσιζότανε και σαν είχε ήλιο τα άπλωνε προστατεύοντας το κεφάλι της. Τα παιδιά εξακολουθούσαν να την κοροϊδεύουνε. Αλλά αυτήν, το μόνο που την πλήγωνε, ήταν, γιατί δεν ήταν ένα κανονικό κοριτσάκι, να την προσέξει το αγόρι με τα μαύρα μάτια.
Μια μέρα της Άνοιξης, ήταν τόσο στεναχωρημένη, γιατί τα παιδιά είχαν σκαρώσει στιχάκια και όλο της τραγουδούσαν…που στο διάλειμμα, βγήκε από το προαύλιο και κάθισε στη άκρια του έλους να κλάψει με απελπισία.
Απόλυτη ησυχία επικρατούσε και μπόρεσε να μείνει ανενόχλητη αρκετή ώρα. Κανονικά, θα έπρεπε ο τόπος να σφύζει από ζωή. Όλα τα ζουζούνια, σκνίπες, σαύρες, χελώνες, βατράχια, σκουλήκια, νεροφίδες, αλογάκια της Παναγιάς, μύγες, μπάμπουρες, βερβερίτσες, Πασχαλίτσες, θα έπρεπε να καταχαίρονται ξεφωνίζοντας κουτσομπολεύοντας ή συζητώντας, μέσα στην λαμπρότητα της εξοχής. Τίποτα. Μήτε ένα ανεμάκι να φυσήσει. Να ρυτιδώσει το πρασινόμαυρο νεράκι. Να δώσει μια νότα, μια εντύπωση πως υπάρχει ζωή…..Μόνο στο πόδι της, ένα μικρό μυρμηγκάκι, κουβαλούσε μια πετρούλα να κλείσει το άνοιγμα στην φωλιά του.
«Με συγχωρείς που σ ενοχλώ, αλλά μια τέτοια μέρα, γιατί κλειδώνετε το σπίτι σας;» το ρώτησε σκουπίζοντας τα μάτια της και ξεχνώντας τον πόνο της.
«Δεν ξέρω» απάντησε το μικρό μυρμήγκι «Εμένα αυτό με διάταξαν να κάνω, αυτό κάνω»
«Με συγχωρείς, και πάλι, αλλά ότι και να σου πουν θα το κάνεις;»
«Και βέβαια. Έτσι είναι ο νόμος» Η Χρυσή τινάχτηκε από το ενδιαφέρον. Μετά τόσον καιρό, τώρα ερχόταν η στιγμή να μάθει τι είναι νόμος.
«Νόμος; Τι ακριβώς είναι νόμος μπορείς να μου πεις; Η μήπως είσαι πολύ μικρό για
να ξέρεις;»
«Ο νόμος είναι νόμος για μικρούς και μεγάλους» απάντησε το μυρμηγκάκι και συνέχισε « Επειδή όμως κάτι κακό πρόκειται να συμβεί, και πρέπει να σφραγίσω την είσοδο, θα σου πω στα γρήγορα, ότι εμείς έχουμε νόμους που βάζει ο μέγας Νομοθέτης. Όλοι πρέπει να υπακούμε σ αυτούς, γιατί αυτοί είναι πάνω από μας και εξυπηρετούν το καλό όλων. Κατάλαβες;»
«Όχι και πολλά….»
«Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω περισσότερα….εγώ νόμιζα πως τα παιδιά των ανθρώπων ξέρουν τους νόμους της ράτσας τους με το που γεννιούνται…Λάθος θα έκανα μάλλον….Άντε τώρα, γεια σου» είπε και σφράγισε την τρύπα καλά. Σε λίγο ξανάβγαλε το κεφαλάκι του έξω με απορία «Εσύ δεν θα κρυφτείς στην φωλιά σου; Τι κάθεσαι; Όλα τα ζωντανά το ξέρουν ότι έρχεται το κακό» είπε και χάθηκε τώρα για τα καλά.
Η Αυτουλίτσα κάθισε λίγο ακόμα και παρατηρούσε τα πάντα. Νεκρική σιγή….Μόνο ένα ούρλιασμα κάπου μακριά κάτι έλεγε αλλά δεν πολύ κατάλαβε γι αυτό και με το κουδούνι έτρεξε να μπει στην τάξη της. Τα παιδιά την υποδέχτηκαν με πειράγματα, αλλά το μυαλό της ήταν στα λόγια του μυρμηγκιού. Τι στο καλό θα μπορούσε να
νεκρώσει την ζωή στο έλος;

Ο δάσκαλος σήμερα τους έδειχνε τις ζώνες που χωρίζεται η γη, τους παράλληλους και μιλάει για τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, και η Χρυσή αποφασίζει αφοσιωθεί
στο μάθημα, όταν ένα ενοχλητικό ζουζούνισμα γαργαλά το αυτί της.
«Πάρε άδεια να βγεις έξω, γιατί αν με βρουν εδώ πέθανα» της λέει και η Αυτουλίτσα, γνωρίζει χαρούμενη την φωνή του κυρίου Ανωφελούς. Την περιμένει στην πόρτα της αυλής και δείχνει ανήσυχος.
«Κάποτε μου έκανες μια χάρη. Ήρθε καιρός να στην ανταποδώσω. Μάθε λοιπόν, ότι μου είπε ο κύριος βάτραχος, που του είπε ένα βαλτόψαρο, που το έμαθε από μια νεροφίδα, που παίρνει τα νέα από ένα χέλι του γλυκού νερού, που συναντιέται στο δέλτα του ποταμού με τις πέστροφες που ζουν και σε γλυκά και αρμυρά νερά, πως άκουσαν το ποτάμι να λέει, ότι οι πηγές είναι πολύ αναστατωμένες, γιατί τα υπόγεια ρεύματα πολύ φουσκώνουν τελευταία, κι ανησυχούν γιατί αλλάζουν θερμοκρασίες, μια χαμηλές μια υψηλές, κι αυτά πράματα φυσιολογικά δεν είναι, τέτοια συμβαίνουν μόνον σαν ταράζονται τα σωθικά της γης…..» σταμάτησε να πάρει μιαν ανάσα….
«Και;»
«Και; Στο και είσαι ακόμα; Τρέξε άδειασε το σχολείο. Έρχεται μεγάλος σεισμός!» είπε και χάθηκε. Όχι γιατί ο κύριος Κώνωψ ο Ανωφελής έφυγε, αλλά διότι η Αυτουλίτσα έγινε καπνός να προλάβει το κακό.
Στην αίθουσα κάτι είπε στο αυτί του δάσκαλου, εκείνος την κοίταξε, «φτάνει που αυτό το παιδί το πληγώνουν τα μικρά ανόητα, ας μην του χαλάσω κι εγώ το χατίρι…. εργατικό και σοβαρό είναι, μεγαλύτερο από την ηλικία του θα έλεγα, τι θα γίνει αν αντί το ένα μάθημα κάνουμε το άλλο» σκέφτηκε κι ο δάσκαλος κάλεσε όλα τα παιδιά να βγούνε στην αυλή και να καθίσουν οκλαδόν κάτω από τα δεντράκια. Μετά άδειασε κι όλες τις άλλες τάξεις και τους κάλεσε να κάνουν την ώρα του τραγουδιού. Όλες οι φωνούλες σηκωθήκανε μελωδικές, κι όταν ο Θεός κούνησε τον κόσμο του, όλα τα παιδάκια τραγουδούσαν τους ύμνους Του.
Ξαφνικά η Χρυσή στράφηκε και είδε το αγόρι με τα μαύρα μάτια δίπλα της.
«Θέλεις να τραγουδήσουμε ντουέτο» την ρώτησε.
«Δεν σε πειράζει που έχω μεγάλα αυτιά;» τον ρώτησε και κοκκίνισε.
«Εσένα δεν σε πειράζει που έχω μεγάλη μύτη;»την ρωτάει και τότε η Χρυσή βλέπει ότι τα αγόρι πράγματι είχε μια μεγάλη μύτη. Που όμως αυτή δεν πρόσεξε. Γιατί είχε δυο ωραία μαύρα μάτια.

5 σχόλια:

Νικόλας Παπανικολόπουλος είπε...

Πολύ γλυκό παραμύθι! ( Ή μήπως δεν είναι απλά ένα παραμύθι;) :))
Την καλημέρα μου!

herinna/ είπε...

Βυθίστηκα. Υπέροχο παραμύθι για μικρούς και μεγάλους. Έχεις σκεφτεί να τα κάνεις κάτι αυτά; Πέρα από δω μέσα εννοώ.

Ελένη Στασινού είπε...

Νίκο, εμείς τα προσφέρουμε και ας τα μεταλάβει με όποιον τρόπο καθείς κρίνει η έχει ανάγκη ώστε να καλύψει ελλείψεις. Είτε είναι επιστροφή στην αθωότητα, είτε είναι αναπόληση της εποχής που πληρωνόταν η αθωότητα με αίμα, είτε σαν επαλήθευση κάποιων ασαφών σκέψεων που δεν τους είχαμε δώσει όνομα.....Σευχαριστώ για την τιμή

Ελένη Στασινού είπε...

Ελένη τα ανακάλυψες βλέπω. Χαίρομαι που πέρασες καλά. Όσο για τα "άλλα" είναι μια γνωστή πικρή ιστορία, νομίζω κοινά γνωστή....
Προσωρινά για αυτόν τον χρόνο, υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι ευχαριστημένη εφόσον πρόκειτα(εκτός απροόπτου)να εκδοθεί κάτι γύρω στον Σεπτέμβρη...΄
Σ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

daelinvallandingham είπε...

Gambling in Ohio - Dr.MCD
When did 강릉 출장마사지 gambling go away? 제주 출장안마 It's not easy to find a place for casino 전라남도 출장안마 gambling, and 광주광역 출장샵 some players are flirting with gambling 전라북도 출장마사지 for a while now.