Μητρότητα

Μητρότητα

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΑΝΑΝΤΖΕΡ

Ο καιρός βροχερός. Η ατμόσφαιρα υγρή και τα πάντα γλιστερά ως συνήθως και λίγο περισσότερο. Ο κύριος Θρασύβουλος, τύπος για όλες τις εποχές, γι αυτό και πολλές φορές τον φώναζαν «Θράσο», προσπαθεί να μην ξαναβουτήξει στο νερό, γιατί κάτι κρυάδες και κάτι ψιλοφτερνίσματα, του χτυπούσαν καμπανάκια επερχόμενου κινδύνου. Σκαλώνει λοιπόν στα τοιχώματα της μικρής κυλινδρικής γαλαρίας, προσπαθώντας να αποφύγει τον κεντρικό υπόνομο που περνάει κάτω από την πόλη, κι έχει μάθει ότι ανέβασε επικίνδυνα την στάθμη του. Όταν, νοιώθει να αιωρείται, κι αμέσως μετά μια μέγγενη, να τον σφίγγει από το ραχιαίο του πλευρικό σύστημα, μέχρι καταγμάτων. Στο αμυδρό φως των υπόγειων λαμπτήρων, διακρίνει ένα ολάνοικτο στόμα να χάσκει, πλησιάζοντας τον επικίνδυνα. Τα δόντια διαγράφονται καθαρά, και μόλις που προλαβαίνει να υψώσει τα δυο του χέρια ουρλιάζοντας απεγνωσμένα. «Μήηηηηη! Μήηηηηηη! Τι πάτε να κάνετε κύριε;»
Το πλάσμα, σταματά την κίνηση, και δεν πιστεύει στ αυτιά του.
«Εμένα είπες κύριο;»
«Μάλιστα. Νομίζω πως είστε κύριος. Αν μ αφήσετε λίγο να σας ελέγξω….έτσι! Λίγο πιο λάσκα παρακαλώ….» είπε ο Θρασύβουλος ελευθερώνοντας όλο το πάνω μέρος του κορμιού του «…θα σας πω, ότι εσείς….δεν είστε ένας από εμάς. Σίγουρα δεν είστε ένας από εμάς. Μάλιστα θα έλεγα ότι φέρνετε προς την ανθρώπινη ράτσα. Είστε αγαπητέ μου άνθρωπος…η κάτι παραπλήσιο τουλάχιστον» τέλειωσε παρατηρώντας τώρα ότι το πλάσμα διέθετε ένα χέρι κι ένα πόδι παραπάνω απ΄ ότι οι συνήθεις άνθρωποι.
«Λοιπόν; Τι βγαίνει απ΄ αυτό;» ρωτάει το πλάσμα κι ετοιμάζεται να ανοίξει πάλι το στόμα του.
«Τι βγαίνει; Σας παρακαλώ…Βγαίνει και παραβγαίνει…Είναι ποτέ δυνατόν ένα άτομο του είδους σας, άνθρωπος η κάτι παραπλήσιο, να καταδεχτεί να μαγαρίσει το στομάχι του με εμένα η κάτι παρόμοιο μ εμένα;»
«Και κατά τη γνώμη σου, με τι θα έπρεπε να χορτάσω την πείνα μου; Αν δεν έβρεχε τόσες ημέρες, θα μπορούσα να βρω στα σκουπίδια ωραιότατες τροφές…όμως βρέχει σαράντα ημέρες στη σειρά….που να βγάλω κεφάλι έξω; Θα περιοριστώ κι εγώ σε ότι μου πέφτει στο χέρι» είπε κι ετοιμάστηκε πάλι να ανοίξει το στόμα του.
«Κάπου κάνετε ένα λάθος, κύριε. Δεν έπεσα στο χέρι σας. Το χέρι σας έπεσε επάνω μου. Τέλος πάντων, αν με αφήσετε, σας υπόσχομαι ότι σε δέκα λεπτά, θα έχετε την καλύτερη ανθρώπινη τροφή που μπορεί να βάλει ο νους σας. Γνωρίζω όλους τους δρόμους που οδηγούν στα υπόγεια των αριστοκρατικότερων ζαχαροπλαστείων, στους φούρνους των ωραιότερων εστιατορίων, στις κουζίνες των πιο αρχοντικών σπιτιών»
«Κι αν με γελάσεις;»
«Ο Θρασύβουλος έχει λόγο κύριε. Έπειτα αν σας γελάσω εγώ, πάντα έχετε την δυνατότητα να καταβροχθίσετε κάποιον αδύναμο, του είδους μου….ο νόμος της ζούγκλας βλέπετε δεν μας προστατεύει» έκανε μισοκακόμοιρα.
Το πλάσμα πήγε να γελάσει κι ο Θρασύβουλος πήρε θάρρος. Η αλήθεια είναι ότι ξανα-απόκτησε το θράσος του.
«Σας υπόσχομαι κύριε, πως αν μου χαρίσετε την ζωή, δεν θα το μετανιώσετε. Μπορώ να κάνω πάρα πολλά για ελόγου σας. Τόσα πολλά που δεν βάζει το μυαλό σας»
Το πλάσμα άφησε τον Θρασύβουλο, που έφυγε σκαρφαλώνοντας στα τοιχώματα των υπονόμων και ξάπλωσε αποκαμωμένος σε μια όχθη που δεν την έφτανε το ρεύμα με τα λήμματα της πόλης.


Ο Θρασύβουλος επέστρεψε και χρειάστηκε να τον σκουντήσει να ξυπνήσει…. «Κύριε! Ξυπνήστε. Έτσι που είστε, μπορεί ο ύπνος να μη σας βγει σε καλό….έπειτα κοιτάξτε εδώ τι σας έφερα» σταμάτησε για να δει τις αντιδράσεις του πλάσματος.
Σουβλάκια με μελισσόχορτο και ντιπ λάιμ, Φριτάτα με ζυμαρικά, ντομάτα και αρωματικά, Γαλλικά ψωμάκια βουτύρου κι ένα μπουκάλι Cabernet Sauvignon του 1997. Τέλος εμφάνισε ένα κομμάτι Ελληνικής παραδοσιακής κερασόπιτας.
«Με συγχωρείτε για το ανακάτεμα του μενού, αλλά υπήρχε μια αναστάτωση σε όλα τα υπόγεια….ίσως κάποια μέτρα ιδιαίτερα να παρθούν….δεν είχα περιθώρια επιλογής. Εν ολίγοις, άρπαξα ότι βρήκα μπροστά μου» έκανε μια υπόκλιση και κάθισε απέναντι του να απολαύσει το θέαμα. Το πλάσμα πήγε να ριχτεί με τα μούτρα. Μετά κάτι σκέφτηκε και συγκρατήθηκε. Κάθισε αναπαυτικά και πήρε μαχαιροπίρουνο που είχε φέρει ο Θρασύβουλος, αφού έστρωσε στα γόνατά του την ωραία λευκή πετσέτα που λαμπύριζε μέσα στα γκρίζα χρώματα του υπονόμου. Άρχισε να τρώει αργά-αργά. «Σωστός κύριος!» θαύμασε ο Θρασύβουλος και έγλειψε τα μουστάκια του αυτάρεσκα.

Μόλις έφτιαξε ο καιρός το πλάσμα αποφάσισε να αφήσει τους υπονόμους.
«Που θα πάτε;» ενδιαφέρθηκε το ποντίκι.
«Όπου με βγάλει η άκρη»
«Έτσι χωρίς πρόγραμμα;»
«Ακριβώς»
«Ρωτάω…επειδή, δεν θα ήθελα η σχέση μας να σταματήσει εδώ….βλέπετε σας χρωστάω την ζωή μου»
«Κι εγώ το ίδιο θα μπορούσα να πω» απάντησε το πλάσμα σκεφτικά.
«Τότε, ίσως θα μπορούσαμε να συνταξιδέψουμε. Εγώ, έχω τελειώσει με τις υποχρεώσεις μου, τίποτε δεν με κρατάει εδώ και παντού μπορώ να βρω φίλους»
«Τότε δεν έχω αντίρρηση»
Βγήκανε στο φως του μεσημεριού.
«Θρασύβουλε» είπε τότε το πλάσμα «νομίζω ότι καλύτερα είναι να μπείτε στην τσέπη μου…έτσι εκτεθειμένος ίσως κινδυνεύετε…»
«Ευχαριστώ πολύ, κύριε. Δεν τολμούσα να σας το ζητήσω» είπε και έκανε ένα σάλτο και χώθηκε στην τσέπη του σακακιού του. Άφησε μόνο τα ματάκια του έξω να βλέπει την κίνηση, και την μακριά του ουρά σαν μαντηλάκι σε βραδινό φράκο.
Μόλις περπάτησαν αρκετά το πλάσμα στάθηκε και ρώτησε. «Πάμε για το ποτάμι στο Φάληρο, για το μπαζωμένο στον Κηφισό, η για την χωματερή στα Λιόσια;»
«Ευχαριστώ που ζητάτε την γνώμη μου, αλλά πιστεύω ότι στα Λιόσια…θα μας έκανε καλό λίγος ήλιος στα πονεμένα μας κόκαλα»


Η χωματερή ήταν ένα μεγαλείο χρωμάτων, υλικών και οσμών σε σήψη. Η παρέα περιπλανήθηκε αρκετά, να ξεμουδιάσουν όπως είπαν τα μέλη τους από την χειμωνιάτικη απραγία και σαν πήρε να βραδιάζει, το πλάσμα έστησε ένα καταφύγιο από χαρτοκιβώτια και χώθηκε μέσα.
«Εγώ θα σας αφήσω. Αυτήν την ώρα συνήθως βγαίνω για κυνήγι. Τα λέμε το πρωί» είπε ο Θρασύβουλος και χάθηκε με μια υπόκλιση. Το πλάσμα την πρώτη νύχτα την πέρασε όμορφα-όμορφα. Κάποτε στη μέση της νύχτας άκουσε κάτι φωνίτσες που τον κάνανε να γελάσει καλόκαρδα.
«Έλα, θα του τσιμπήσουμε λίγο τη μύτη και θα φύγουμε»
«Δεν μ αρέσει….μπορούμε να βρούμε κάνα σάντουιτς με τυρί καλύτερα» έλεγε μια δεύτερη φωνή.
«Ας του φάμε λίγο αυτί. Έχουμε έτοιμο γεύμα και θα ψάχνουμε για τυριά…» επέμεινε η πρώτη.
«Καλά τόσο ανόητα είσαστε; Δεν μυρίζετε επάνω του ότι είναι δικός μας;» αναρωτήθηκε θυμωμένη μια νέα φωνή.
«Τι δικός μα; Αυτός είναι τόοοσος και σε τίποτα δεν μας μοιάζει….» απάντησε η προηγούμενη φωνίτσα…
«Εννοώ ότι είναι φίλος μας…έχω μάθει πως είναι προστατευόμενος του Θράσου!»
«Του Θράσου; Πω! Πω! τι πήγαμε να πάθουμε…» οπισθοχώρησαν ομαδηδόν και χάθηκαν στα τενεκέδια της μπύρας.
Από πάνω, το φεγγάρι ολόγιομο φώτιζε τόσο τον ουρανό, που η λάμψη του αφάνιζε τα αστέρια. Το πλάσμα χάθηκε παρακολουθώντας το ταξίδι του φεγγαριού στον ουρανό ώσπου κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε πως ήταν κάποιος άλλος. Τρόμαξε τόσο πολύ όμως από το όνειρο, που ξύπνησε ιδρωμένος.
Από το βάθος, ερχότανε ο θόρυβος των πρωινών απορριμματοφόρων. Σηκώθηκε και περπάτησε στην έρημη χώρα των σκουπιδιών.

Στο σπιτάκι από χαρτόκουτα χώρεσε ένα ωραίο κουτί από ξύλο. Επάνω του έβαλε ένα τσίγκινο ποτήρι που βρήκε λίγο στραπατσαρισμένο, αλλά που με μια πέτρα το έφερε σχεδόν στα ίσια του. Κι ένα ανθοδοχείο, ολοκαίνουργιο το οποίο τον έριξε σε σκέψεις, γιατί οι άνθρωποι πετούν τόσα πράγματα…Το ανθοδοχείο θα έμενε άδειο, αυτή θα ήταν η μοίρα του, αλλά είχε πάνω του ζωγραφισμένα δυο κλαράκια κι αυτό ήταν αρκετό.
Στην χωματερή, το μάτι του χανόταν κι η σκέψη του μαζί. Όλα αυτά τα αντικείμενα, να κουβαλούν από μια ιστορία, να θέλουν να την πουν και στο τέλος κουρασμένα από τα κλειστά αυτιά των ανθρώπων, να την ακουμπούν κουρασμένα στο χώμα αυτό
που δηλητηριαζότανε κάθε στιγμή από τους χυμούς της αποσύνθεσης.
Ένα κίτρινο αδιάβροχο μπουφάν φάνηκε ολοκαίνουργιο στο τελείωμα του όχθου.
«Αυτό θα είναι ότι πρέπει για τον χειμώνα που θα έρθει» σκέφτεται και το γυρίζει πάνω-κάτω θαυμάζοντας το. Ένα αεράκι με την γνωστή μυρωδιά της σαπίλας τον πήρε….Πέταξε το κίτρινο μπουφάν με φόρα «Μέχρι τότε υπάρχει καιρός….» ξανασκέφτεται και παρατηρεί ένα, δύο, τρία φύλλα (μισοκαμμένο είναι, μισοσαπισμένο είναι;) χαρτιού που χορεύουν διστακτικά πάνω, κάτω, πέρα, δώθε, ως να προσγειωθούν δίπλα στα πόδια του. Σκύβει και τα παίρνει. Προσεκτικά. Λίγο να τα πιέσει θα τριφτούν και θα πάνε χαμένα τα γράμματα.
Ο αέρας είναι κύμα. Τα φύλλα είναι το μπουκάλι. Τα γράμματα είναι το μήνυμα. Κάποιος ναυαγός ζητά βοήθεια. Για να σώσει το σώμα του; Την καρδιά, ή την ψυχή του; Κρατά τα χαρτιά προσεκτικά. Θα μπορούσε να υποκύψει στην περιέργειά του και να τα διαβάσει τώρα. Μα είναι κύριος των αναγκών του. Δεν τον τρέχει ο κόσμος. Δεν τον τρέχουν οι άνθρωποι. Δεν τον τρέχει ο χρόνος. Είναι ένα πλάσμα που στέκεται χωρίς ανάγκες, η με ελάχιστες κι ένα γραφτό είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, γι αυτό και θα του δώσει την ανάλογη σοβαρότητα.
Επιστρέφει στο χάρτινο σπίτι του και ξαπλώνει αναπαυτικά. Ο ουρανός δεν καίει πια. Σηκώνει το πρώτο φύλλο και διαβάζει. «Μια φορά κι ένα καιρό….»
Είναι ένα παραμύθι λοιπόν. Χώνεται καλύτερα στην θέση του και διαβάζει μεγαλόφωνα, αργά και σοβαρά.

«Μπράβο…..εξαίσιο….καταπληκτικό!» ακούγεται έξαφνα η φωνή του Θρασύβουλου, ενώ συγχρόνως χτυπά ηχηρά παλαμάκια, δίχως να ξεχνά και τα πόδια του που κάνουν τον δικό τους θόρυβο, πάνω στα ποστιασμένα χαρτιά που είναι ανεβασμένος.
«Μπράβο! Εκπληκτικό! Σου ομολογώ ότι έχω ακούσει κι ακούσει παραμύθια και παραμύθια. Σε καταυλισμούς τσιγγάνων, να μυρίζουν κλεψιά και κακουχία, αγάπες, παλιό βιολί, ταμπούρλο και αρκούδα με βολάν. Σε υπόγεια του κέντρου, να μυρίζουν πάθος, δολιότητα, ελπίδα, διαφθορά και νοσταλγία.
Στα ρετιρέ, να μυρίζουν πούπουλο χήνας κι αχορτασιά, αδιαφορία και σκόνη. Στα παλιά αρχοντικά, τα παραμύθια να μιλάνε σπαστά Ελληνικά, και στα χωριά τα παραμύθια να ψάχνουν να βρουν παιδιά για ν ακουστούνε. Αλλά, αυτό που άκουσα παρόλο μισό, μισό δεν είναι;»
«Μισό» απάντησε το πλάσμα.
«Παρόλο που είναι μισό, δείχνει το ύψος, το μέγεθος, την φαντασία του δημιουργού του. Αγαπητέ μου, ούτε ο Άντερσεν δεν έχει συλλάβει κάτι τέτοιο, για να μην πω πως ο σύγχρονος παραμυθάς ο μέγας Κοέλιο, ωχριά μπροστά του…» σταμάτησε και πήρε ανάσα. Μετά κάνει μια υπόκλιση και δίνει το χέρι του σε χειραψία.
«Αγαπητέ μου, τα συγχαρητήριά μου. Τα θερμά μου συγχαρητήρια»
«Ξέρεις, Θρασύβουλε, δεν είναι δικό μου αυτό το παραμύθι…»
«Είναι. Δικό σου είναι»
«Δεν είναι» λέει το πλάσμα κι ανασηκώνεται από την θέση του, μήπως και λύσει ευκολότερα αυτήν την παρεξήγηση. «Δεν είναι δικό μου» επανέλαβε με σθένος.
«Δικό σου είναι! Δικό σου είναι και δεν το ξέρεις!»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες»
«Λέω ότι είναι δικό σου. Σήμερα εδώ, γεννήθηκε ο μεγαλύτερος παραμυθάς όλων των εποχών. Κι εγώ, ο Θρασύβουλος Θρασυβουλίδης, για τους φίλους Θράσος, ο μάναντζερ που θα αναλάβει τα πάντα. Εκδότες, μέσα, πολυμέσα, διαφημίσει, πρες-κόνφερενς, δεξιώσεις, παρουσιάσεις, αποδοχές, εμφανίσεις κ.λ.π. κ.λ.π. Και αρχίζουμε από τα βασικά»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι χρειαζόμαστε γραφική ύλη. Κι επειδή P.C. σε λειτουργία δεν θα βρούμε αρχίζουμε από το παραδοσιακό χαρτί και μολύβι»
Ο Θρασύβουλος χάθηκε και σε δυο ώρες ήρθε κουβαλώντας τα απαραίτητα.
«Συνεχίστε το αριστούργημά σας!» από δω και πέρα, θα σας υπηρετώ πιστά. Εσείς μόνο θα γράφετε» τελείωσε, χτύπησε τα χέρια του σαν να έκλεισε κάποια καλή συμφωνία και ξανάπε «Εμπρός! Επί το έργον»

Ο Αύγουστος ήταν στην μέση του όταν το πλάσμα, παρέδωσε έτοιμο το παραμύθι στον Θρασύβουλο και στο τέλος του, σαν ο ποντικός φάνηκε χοροπηδώντας από σωρό σκουπιδιών σε σωρό κι από μπουκάλι σε τενεκέ. Τελικά, έκανε μια ωραία κατεβασιά από ένα σωλήνα σκουριασμένο για να τελειώσει την κατάβαση με ένα θεαματικό Slalom που θα κατέληγε, σε μια αστεία τούμπα μπροστά στο έκθαμβο πλάσμα.
«Τα νέα είναι αυτά που περιμέναμε. Ένα ταλέντο γεννήθηκε, οι εκδότες κάνουν ουρά, κι εγώ σαν έμπειρος μάνατζερ, διάλεξα τον Number one!»
«Μην τα παραλέτε τώρα…» ντράπηκε το πλάσμα «…είναι μόνο ένα παραμύθι»
Ο Θρασύβουλος κάθισε απέναντί του αφήνοντας προσεκτικά τα χαρτιά του δίπλα. Κούνησε το δάκτυλο του κάτω από τη μύτη του φτωχού πλάσματος σαν να το μάλωνε.
«Είναι Το Παραμύθι!» είπε με στόμφο και συνέχισε με φόρα. «Κι ένα παραμύθι, δεν είναι αυτό που δείχνει στην πρώτη ανάγνωση. Κρύβει νοήματα»
«Μα τι νοήματα κρύβει; Είναι μόνο η ιστοριούλα μιας γάτας, που μεγαλώνει τα πέντε γατάκια της. Κάποτε βρίσκει ένα εγκαταλελειμμένο λυκάκι και το παίρνει να το μεγαλώσει μαζί με τα δικά της. Μεγαλώνουν καλά κι όταν ένα από τα γατάκια αγαπιέται με το λυκάκι, η μαμά-ψιψίνα διώχνει το λυκάκι από το σπίτι, επειδή καταχράστηκε της εμπιστοσύνης της και ξεμυάλισε την μικρή της ψιψινοκόρη. Μάλιστα επικαλέστηκε ότι ήπιαν το ίδιο γάλα, πράγμα που τους έκανε σχεδόν αδέρφια….»
«Χμ…ναι…και η ψιψινοκόρη έπαθε….τέλος πάντων δεν καταλαβαίνεις ότι η πράξη της γάτας, δίνει το μήνυμα;»
«Μα για ποιο μήνυμα μιλάς;»
«Μα είναι ολοφάνερο. Εδώ πρόκειται για την πείνα. Την ανάγκη επιβίωσης. Μπροστά λοιπόν σ αυτήν την ανάγκη, όλοι γινόμαστε ίσοι»
«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι…» κομπιάζει το πλάσμα και κοκκινίζει.
«Αχ εσείς οι μεγάλοι παραμυθάδες. Δεν έχετε αίσθηση της αξίας σας»
«Λέω…μήπως…βρίσκουν στα παραμύθια μέσα, αυτά που οι ίδιοι θέλουν να βρουν…» τολμά να συνεχίσει και βλέπει τον ποντικό να σηκώνεται όρθιος και να φωνάζει.
«Δεν ξέρω τι βλέπουν. Αλλά πες μου τελικά με ποιόν είσαι; Εγώ σου ανοίγω δρόμους κι εσύ σκάβεις λάκκους;»
«Συγνώμη… δεν ήθελα να θίξω κανέναν…αλλά επιμένω πως είναι ένα απλό…»
«Μη συνεχίσεις. Κράτα τη γνώμη σου για σένα. Τίποτα δεν είναι απλό. Αυτό να καταλάβεις. Εκείνο βέβαια που κατάλαβα εγώ, είναι ότι έχεις χαμηλή αυτοεκτίμηση. Πρέπει να κάνουμε κάτι γι αυτό»
«Σαν τι δηλαδή;»
«Ίσως να χρειαστείς κάποια σεμινάρια»
«Τι είδους σεμινάρια;»
«Τόνωσης του ηθικού. Αλλά για τώρα, κάτι άλλο έχει σειρά.»
«Τι πράγμα;»
«Υπάρχει ένα θέμα»
«Τι θέμα;»
«Λοιπόν πρόσεξέ με. Εκεί που διαβάστηκε Το Έργο…όλοι συμφώνησαν ότι το τέλος…»
«Τι έχει το τέλος;»
«Είναι μαύρο. Τόσο δάκρυ σε ένα παραμύθι πάει πολύ»
«Μα έτσι τελειώνει»
«Επειδή εσύ το θες. Όμως πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είσαι πλέον εσύ! Δεν έχεις λόγο μόνον, εσύ» είπε με έμφαση το ποντίκι.
«Και ποιος άλλος έχει λόγο;»
«Οι αναγνώστες σου»
Το πλάσμα γέλασε τόσο πολύ που βγήκε το φεγγάρι κι ακόμα γελούσε.
«Ποιοι αναγνώστες μου; Ακόμα δεν εκδόθηκε» είπε σαν τελείωσε με το γέλιο.
Ο Θρασύβουλος τον κοίταξε αυστηρά.
«Ακόμη. Για να εκδοθεί όμως, πρέπει να αλλάξεις το τέλος»
«Πως γίνεται αυτό;» απόρησε το πλάσμα.
«Έτσι!» απαντά το ποντίκι και κάνει χίλια κομμάτια τις τελευταίες σελίδες του παραμυθιού. Στην συνέχεια ανοίγει το στόμα του και καταπίνει όλα τα κομματάκια. Μέχρις ενός.
«Κάτσε κάτω και ξαναγράψτο»
«Μα δεν μπορώ. Κουράστηκα»
«Από τι; Όλη μέρα κάθεσαι κι εγώ τα φροντίζω όλα. Σου παρέχω την καλύτερη τροφή, σε πλένω, σε χτενίζω, σου κουβάλησα ολόκληρο τραπέζι για να κάνεις την δουλειά σου, μου πέσανε τα νεφρά να σου φέρω ανεμιστήρα και μου λες ότι κουράστηκες; Ας κουράστηκες. Δεν καταλαβαίνεις ότι πλέον δεν ανήκεις στον εαυτό σου;»
«Και σε ποιόν ανήκω;»
«Μα στο κοινό σου αγαπητέ μου. Στο μεγάλο αναγνωστικό σου κοινό. Κάτσε λοιπόν και δούλεψε. Οι αρμόδιοι λένε ότι ο αναγνώστης θέλει Happy End»


Πέρασε ο καιρός. Μια μέρα απλώνει το χέρι και δίνει στον Θρασύβουλο τα χαρτιά του. «Ορίστε. Τελείωσε» είπε.
«Είναι χαρούμενο τέλος;»
«Είναι»
«Μπράβο!» χάρηκε ο ποντικός μάνατζερ, πήρε τα χαρτιά και χάθηκε.
Μετά ώρες εμφανίστηκε καβάλα σ ένα παλιό λάστιχο ποδηλάτου.
«Νενικήκαμεν!»
Ανάγγειλε από μακριά. «Είμαστε έτοιμοι!» είπε και προσπάθησε να ξεκολλήσει τα κολλημένα μαλλιά του. «Σχεδόν έτοιμοι» συμπλήρωσε κι έβαλε μέσα σε μια τσίγκινη λεκάνη με νερό τα πόδια του.
«Σχεδόν;»
«Ναι! Βλέπεις ήταν κάποιος πανεπιστημιακός εκεί, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο γάμος μεταξύ του Λυκόπουλου και της Γατοπούλας, είναι αδύνατος»
«Και γιατί; Αφού αγαπήθηκαν»
«Κουραφέξαλα! Εδώ πρόκειται για την παγκόσμια τάξη. Εφόσον σου λέει, είναι σύμβολα, δεν μπορούμε να μάθουμε στα παιδιά, ότι δεχόμαστε τους γάμους διαφορετικών ειδών. Καθείς εφ ω ετάχθη»
«Μα είναι μόνον ένα παραμύθι» ξαναείπε το πλάσμα και ξεσήκωσε την οργή του ποντικού- μάνατζερ που κλώτσησε την τσίγκινη λεκάνη στην επόμενη ντάνα σκουπιδιών.
«Τα ξανάπαμε! Δεν είναι απλά ένα παραμύθι. Είναι κάτι παραπάνω….» μαλάκωσε τώρα λίγο και συνέχισε «Σου υποσχέθηκα να σε κάνω διάσημο;»
«Μου υποσχέθηκες…αν κι εμένα άλλο με ενδιαφέρει»
«Και τι σ ενδιαφέρει;»
«Απλά, να φτάσει το παραμύθι στα παιδιά…να περάσουν καλά…»
«Έρχεσαι στα λόγια μου λοιπόν. Για να φτάσει το παραμύθι στα παιδιά, πρέπει να γίνεις διάσημος. Για να γίνεις όμως διάσημος, πρέπει να με υπακούς. Για να φτάσεις στην κορυφή χρειάζονται θυσίες»
«Μα εγώ….»
«Δεν είσαι πλέον εσύ! Πάρτο απόφαση!» τσίριξε ο ποντικός και χτύπησε τα πόδια του με μανία κάτω.
«Και ποιος είμαι αν δεν είμαι εγώ;»
«Οι αναγνώστες σου»
«Μα ακόμα δεν ξέρουν πως υπάρχω»
«Σύντομα θα το μάθουν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εσύ, θα τους πεις, αυτά που θέλουν να ακούσουν»
«Μα είσαι σίγουρος ότι αυτά είναι που θέλουν να ακούσουν;»
«Είναι σίγουροι οι αρμόδιοι. Το ξέρεις ότι κάνουν έρευνα αγοράς;»
«Ερευνούν τι; Βλέπεις έχω καιρό να ασχοληθώ με τα…»
«Γι αυτό είμαι εγώ εδώ. Λοιπόν η έρευνα αγοράς δίνει κάποια στοιχεία. Με αυτά βγάλανε το «Προφίλ» του τέλειου παραμυθιού»
«Και ποιο είναι αυτό;»
«1ον να είναι απλό. 2ον να είναι κατανοητό. 3ον να έχει συμπαθητικό ήρωα. 4ον ο ήρωας να υποφέρει, να υποφέρει, να υποφέρει. 5ον ο ήρωας να έχει έναν εχθρό, η αντίζηλο που να του κάνει τη ζωή μαύρη. 6ον ο ήρωας να έχει ένα φίλο η σύμμαχο. 7ον να υπάρχει ένας διπρόσωπος που τη μια πάει με τον ήρωα την άλλη με τον εχθρό του. 8ον να έρχεται η μεγάλη ρήξη. 9ον ο ήρωας να δικαιώνεται και το καλό να νικά»
«Μα αυτές είναι οι δέκα εντολές»
«Εννιά για την ακρίβεια. Αλλά όσες κι αν είναι, αυτές θα τηρήσεις. Προς ώρας κόψε τον γάμο του λυκόπουλου με την γατοπούλα. Ύστερα τι σόι γάμος θα ήταν αυτός; Κατς σκέτο θα ήταν. Ακου γάμος!»
Το πλάσμα θα ήθελε να πει ότι δεν ήταν παρά ένα παραμύθι, αλλά τα είχαν ξαναπεί αυτά και έτσι σιώπησε. Μάλιστα σκέφτηκε, ότι ο Θρασύβουλος, πρώτη φορά του μίλησε τόσο θυμωμένα. Έσκισε λοιπόν τις πέντε τελευταίες σελίδες και κάθισε να διορθώσει το λάθος. Αν απ΄ αυτό κινδύνευε η παγκόσμια τάξη….


Το μεσημέρι εκείνο, Δευτέρα ήταν, ο Θρασύβουλος, ήρθε οχούμενος σ ένα καθυστερημένο απορριμματοφόρο. Πήδηξε ενθουσιασμένος στην χάρτινη σκεπή του κουτόσπιτου και ανήγγειλε:
«Όπου νάναι, θα αρχίσουν τα μεγαλεία. Συνήθιζε σιγά-σιγά στην ιδέα, ότι η ζωή μας αλλάζει. Αυτόν τον χειμώνα, μας βλέπω σε σουίτα στην Μεγάλη Βρετανία»
«Καλά νέα;»
«Όλα καλά! Άρεσε η αλλαγή. Μόνο που στην συνάντηση ήταν μια παιδοψυχολόγος»
«Και; Τι είπε;»
«Είπε ότι η ιδέα που η κυρία ψιψίνα θηλάζει το λυκόπουλο, είναι πολύ γλυκιά, δείχνει το έντονο μητρικό ένστικτο, αλλά- κι εδώ είναι το πρόβλημα- τονίζει ότι ένα λυκάκι εγκαταλείφθηκε από την μητέρα του με το που γεννήθηκε. Η τουλάχιστον, έτσι υπονοείται. Κάτι τέτοιο-είπε- μπορεί να δημιουργήσει στις παιδικές ψυχές φοβίες και ανασφάλειες, πράγμα εντελώς αντιπαιδαγωγικό. Σε παρακαλεί λοιπόν να βρεις μια φόρμουλα για το ….σημείο….Καταλαβαίνεις….»
Το πλάσμα θα ήθελε να ρωτήσει, μήπως θα έπρεπε να γράψουν όλοι αυτοί οι αρμόδιοι τα παραμύθια, σκέφτηκε όμως ότι ο Θρασύβουλος έδειχνε κουρασμένος και σιώπησε.
Διόρθωσε λοιπόν το «λάθος» κι έγραψε ότι μια χιονοθύελλα χώρισε την λύκαινα από το παιδί της, και μάλιστα άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ξανασυναντηθούν.

Ο Θράσος, όταν αυτή τη φορά φάνηκε, φορούσε ημίψηλο και κρατούσε τον απαραίτητο χαρτοφύλακα. Σωστός μάνατζερ.
«Όλα κανονίστηκαν. Υπογράφεις εγώ και μπαίνει τυπογραφείο. Υπογράφεις εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ. Αλήθεια πως σε λένε;»
Το πλάσμα σκέφτηκε, σκέφτηκε, σκέφτηκε μετά σαν μια λάμψη πέρασε από τα μάτια του και είπε χωρίς ανάσα. « Παρμενίων Παπαχασοδημητρακοπουλακιδίκης»
Ο ποντικός έπεσε κάτω ξερός από τα γέλια.
«Καλά έκανες και το χες ξεχάσει. Όνομα είναι αυτό; Σκέψου να αρχίσεις να υπογράφεις αυτόγραφα. Χαχαχαχαχαχ» ανάσανε και ανακάθισε. «Λοιπόν, έχουμε δουλειά» είπε και στρώθηκε στο τραπέζι του συγγραφέα, ψάχνοντας το νέο μεγαλειώδες, όπως είπε, όνομα, με το οποίο θα υπέγραφε τα αυτόγραφά του. «Πουλακίδης. Όχι, θυμίζει την νόσο των πουλερικών. Παπαδημήτρης. Όχι, θυμίζει….άστα να πάνε. Δημητρακόπουλος, συνηθισμένο. Παλακίδης, κάπως άσεμνο. Τραλακίδης, τρελούτσικο κομμάτι. Χασοδίκης, χαμένο από χέρι. Πουλάκις, και μη χειρότερα πόσα μπορούν να βγούνε….» απελπίστηκε ο ποντικός και χαλάρωσε να του έρθει κάποια έμπνευση.
«Το βρήκα!» αναφώνησε τελικά και έκανε τρεις τούμπες στον αέρα. «ΘΕΚΛΑ!»


ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: