Μητρότητα

Μητρότητα

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Η ΖΗΛΕΙΑ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ....ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ


Ο συνοικισμός ήταν ειρηνικός. Διάφορα χρώματα, είδη, ράτσες και φυλές, κάτω από τον ωραίο ουρανό. Να σε κάνει να νοιώθεις πως βρίσκεσαι μέσα στην ίδια μπομπονιέρα με άλλα κουφέτα. Κάθε πρωί, κινούσαν ύμνοι για τον δημιουργό, σ όλες τις γλώσσες. Η δύναμη τους, λες κι έσπρωχνε σύννεφα, κατακλυσμούς, αστραπόβροντα, κι ακραία καιρικά φαινόμενα, σ άλλες άκριες τις υδρογείου. Οι ειδικοί, λένε ότι για το ωραίο εύκρατο κλίμα, δεν ευθύνεται η θέση της πόλης στην καρδιά του Θεού, αλλά η θέση της πόλης, στην συγκεκριμένη συντεταγμένη, πλάτος, μήκος, παράλληλοι και λοιπά εφευρήματα της δυσκολίας του ανθρώπου να αποδεχτεί τα απλά.
Στον συνοικισμό όλοι ήσαν απλοί κι ευλογημένοι. Και καθαρά παραδοσιακοί. Που θα πει σεβασμός στην Ιεραρχία, που σημαίνει νομίζω, σεβασμός στις αρχές και τα ιερά. Πως είναι ο Θεός, ο σοφός, ο μπαμπάς και η μαμά, ο δάσκαλος….κάτι έτσι.
Ο μπαμπάς μάλιστα, έπεισε και τη μαμά να είναι παραδοσιακή, που θα πει καχύποπτη απέναντι σε κάτι εφευρήματα, τα οποία διαφημίζουνε ότι ευκολύνουν, αναβαθμίζουν και πολλές φορές σώζουν τη ζωή μας
«Δεν γνωρίζεις τις παρενέργειες καλή μου μακροπρόθεσμα» της έλεγε ο μπαμπάς και η μαμά τον άκουγε προσεκτικά, αμίλητη, με το βλέμμα στο πλάτωμα, όπου παίζανε φιλιωμένα, τα μικρά όλων των ειδών, φυλών, χρωμάτων….
«Όμως τώρα, θα μπορούσε να είναι εκεί έξω, μαζί με τα άλλα και να παίζει και να μαθαίνει» αντιγύρισε η μητέρα ένα απόγευμα κι ο πατέρας απάντησε ότι «ο σοφός δεν έχει ανάγκη να βγει από την πόρτα του για να είναι σοφός» η μητέρα τον θαύμασε, άνοιξε τα μάτια της να χωρέσουν την αγάπη της όλη γι αυτόν, που όμως ξεχείλισε και άρχισε να τρέχει απ΄ τα μάτια της.
«Μα είναι ένα μικρό μόνο» πήγε να πει, αλλά η ματιά της σταμάτησε πάνω στο μικρό τους, που περίμενε την συνέχεια, και βουβάθηκε στην στιγμή.
«Ο Θεός, κάνει τα πράγματα καθώς πρέπει» την αγκάλιασε τρυφερά ο πατέρας «κι αν εμείς δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τώρα την θέληση του, θα έρθει η ώρα που όλα θα αποκαλυφθούν» την καθησύχασε και νομίζω ότι η μητέρα θα πρέπει πολύ να συγκινήθηκε, αλλά ξαφνικά τα μυρμηγκάκια που περνούσαν ανάμεσα στα πόδια του, αλλάξανε πορεία κι ασχολήθηκε μαζί τους.
Το ίδιο βράδυ, ο πατέρας έπεσε σε μια ενέδρα που στήσανε κάποιοι ταραξίες, που θέλησαν να ρίξουν τις ευθύνες στον πολύ-πολιτισμικό τους οικισμό.

Την άλλη ημέρα, η μητέρα, αφού θρήνησε παραδοσιακά τον πατέρα, τον έθαψε πολύ παραδοσιακά, ο σοφός του οικισμού αναφώνησε έναν πολύ-πολύ παραδοσιακό λόγο, στις γλώσσες όλων των ειδών, φυλών και χρωμάτων που ήσαν παρούσες, φορτώθηκε το μονάκριβό της στην πλάτη και το οδήγησε στην διπλανή πόλη.
Την «Βαβέλ της Αθεΐας», όπως έλεγε ο πατέρας όταν ζούσε και καυχιόταν πως ποτέ δεν είχε επισκεφτεί και ποτέ δεν θα επισκεπτόταν τουλάχιστον ζωντανός.
«Τι θέλουμε εδώ» ρώτησε το μικρό. «Αν ζούσε ο πατέρας…»
«Ο πατέρας δεν ζει» απάντησε απότομα «ζω όμως εγώ και πρέπει να ζήσεις κι εσύ» και τράβηξε προς το τεράστιο γυάλινο κτίριο «Εφαρμοσμένων Ιατρικών Επιστημών» σέρνοντάς το από το πόδι.
Εκεί η μητέρα, πρόδωσε τον πατέρα και τα πιστεύω του. Το μικρό, ντράπηκε πολύ, θα έλεγα μάλιστα ότι διέκρινε μια ψυχρότητα που μέρα–μέρα μεγάλωνε, άκουγε όμως μέσα στις αίθουσες, ότι οι διαφορές στις συμπεριφορές οφείλονται σε διαταραχές λόγω των ουσιών που έπαιρναν δότες και δέκτες.
Στο Κέντρο, τα κρεβάτια τους ήσαν διπλανά, αλλά ένα πρωινό, ξύπνησε σε γυάλινο κουτί, και θα ούρλιαζε αν δεν έβλεπε την μητέρα που με μικρόφωνο το καθησύχαζε ότι όλα θα πάνε καλά, έξω από τα γαλαζωπά τζάμια του. Μάλιστα το κοίταξε τόσο τρυφερά, όσο ποτέ άλλοτε και του ένευε να μείνει ήσυχος και να έχω εμπιστοσύνη σ αυτήν κι έτσι αναγκάστηκε από το ικετευτικό της βλέμμα.
Χαλάρωσε και θα πρέπει να κοιμήθηκε πολύ, γιατί σαν ξύπνησε, ήταν στο κρεβάτι του, στο σπίτι τους, κι η μητέρα έπλεκε ένα παιδικό φανελάκι με ριγέ χρώματα σαν του ουράνιου τόξου.


Πάνω από τον οικισμό, το ουράνιο τόξο, άνοιγε τις πύλες του ουρανού να φτάσουν οι ύμνοι οι πρωινοί, στον ουρανό. Θα πρέπει να είχε βρέξει, γιατί χώμα νοτισμένο μύριζε και το μικρό ένοιωσε μεγάλη ευτυχία για όσα είχε. Ως που αντίκρισε την κοιλιά της μητέρας του.
«Περιμένεις παιδί» ρώτησε «Δεν σε φτάνω εγώ;»
«Αν τα πράγματα ήσαν αλλιώς θα μ έφτανες» απάντησε η μητέρα διφορούμενα και βυθίστηκε στο πλεκτό της.
«Μα τώρα δεν έχουμε πατέρα»
«Ποιος σου είπε πως δεν έχουμε πατέρα ανόητο παιδί;» αγρίεψε και κούνησε το δάκτυλο απειλητικά εμπρός του.
«Και πού ναι;»
«Εδώ μέσα» είπε και χτύπησε το στήθος της «κι εδώ» κι έδειξε το μυαλό της. «Όσο τον σκεφτόμαστε και τον αγαπούμε, θα ζει» ξέκοψε.
Το μικρό και απογοητεύτηκε και θύμωσε. Όταν μάλιστα η μητέρα γέννησε ένα μωρό-κουράδι, στο Κέντρο Εφαρμοσμένης Ιατρικής, και το έφερε στον οικισμό, και όλοι, όλων των χρωμάτων, φυλών, και ειδών, ευχήθηκαν όλα να πάνε καλά, τότε ζήλεψε πολύ. Ένοιωσε μάλιστα τα μάτια όλων απάνω του, να το κοιτάζουνε παράξενα, κι ενοχλήθηκε τόσο πολύ, ώστε γέμισε χιλιάδες μικρά κόκκινα θυμωμένα σπυριά, με ένα κεφαλάκι όλο φαγούρα, που έκανε την μητέρα με το μωρό-κουράδι παραμάσκαλα, να πηγαινοέρχονται από πάνω του, ρίχνοντας του ταλκ και αποστειρωμένο νερό. Μάλιστα φάνηκε τόσο καλή μαζί του, ώστε σκέφτηκε να βρει έναν τρόπο, να σπυριάζει συχνότερα. Ματαιοπόνησε. Μακριά από τα βλέμματα, γιατρεύτηκε γρήγορα, κι έπιασε τη θέση του κοντά στο παράθυρο, να βλέπει τα μικρά όλων των χρωμάτων, ειδών και φυλών, να παίζουν ασταμάτητα.

Η μητέρα ασχολιότανε με το μωρό-κουράδι που πάντα γελούσε ηλίθια. Το βύζαινε, το έγλειφε, το έλουζε, το χτένιζε, του έκοβε τα νυχάκια όμορφα-όμορφα και το μικρό ζήλευε. Όταν πήγαινε να μπει ανάμεσα τους, του έριχνε με το πόδι της μια σκουντιά.
Η σκουντιά ήταν γερή, το ξαπόστελνε πέντε-δέκα μέτρα. Το βλέπανε τα μικρά απ
όξω, πατούσανε τα γέλια, πατούσε κι αυτό τα κλάματα και γύρευε τρόπο να κρυφτεί και τόπο να λουφάξει.
«Είναι αντικοινωνική» άκουσε κάποτε την μάνα του να λέει κι ο γείτονας της σύστησε να το δει ο σοφός του οικισμού που έλυνε τέτοια θέματα.
«Δεν έχω χρόνο για τέτοια» απάντησε η μητέρα «τώρα μεγαλώνω το κούτσικο…Βλέπετε πρώτη έρχεται η ζωή…κι ύστερα η ψυχική υγεία»
«Εσείς ξέρετε» απάντησε ο γείτονας και φόρεσε το καπέλο του.
Η μάνα, ήταν αξιοσέβαστη. Ιδίως απ΄ όταν ο πατέρας χάθηκε σε μια ύπουλη ενέδρα και κράτησε μόνη το βάρος όλο του σπιτιού.
Το ερώτημα του, ήταν αυτό, σε τι έφταιγε. Να βλέπεις όλα της ηλικίας του, όλων των ειδών, των χρωμάτων, των φυλών, να διαθέτουν δυο αγκαλιές, για νανούρισμα, παρηγοριά, η ευχαρίστηση κι αυτό να μην έχει ούτε την μια.

Τις ώρες που η μάνα του φρόντιζε τις άλλες της δουλειές, εκείνο πλησίαζε την μικρούλα κόρη της μάνας του, την κοίταζε καλά-καλά, κι έψαχνε να ανακαλύψει, τι στο καλό είχε που δεν είχε αυτό. Δεν έβρισκε τίποτα. Άλλο από εκείνο το ηλίθιο τεράστιο στόμα της που όλο γελούσε.
Μια μέρα, του γεννήθηκε η απορία θα εξακολουθούσε να γελάει αν της τραβούσε λίγο το πόδι; Η μικρή κόρη της μάνας του, εξακολουθούσε να γελάει όταν τής έστριψε το πόδι. Εξακολουθούσε να γελάει όταν τής ζούπησε την μύτη. Εξακολουθούσε να γελάει, όταν έδεσε κοτσίδα τα χέρια της. Εξακολουθούσε να γελάει όταν την χτύπησε μια φορά προσεκτικά κάτω. Εξακολούθησε να γελάει όταν χοροπήδησε στην κοιλιά της επάνω σαν σε τραμπολλίνο. Εξακολούθησε να γελάει κι όταν την στριφογύρισε στον αέρα πέντε φορές και την χτύπησε στον τοίχο της αυλής. Εξακολουθούσε να γελάει και κάτω, ακίνητη στο χώμα. Εξακολουθούσε να γελάει και όταν η μάνα μπήκε κι αναστάτωσε τον οικισμό από τις φωνές.
«Όοοοοοι Ουυυυυυυυ….τι έκανες δύσμοιρο…..»
«Εγώ, τίποτα» απάντησε μαζεμένα. «Ήθελα μόνο να σταματήσει να γελάει»
«Γιατί να σταματήσει; Γέλιο του Θεού ήταν» χτυπιόταν η μάνα δεξιά-αριστερά
«Μ αυτό το γέλιο σε ξεμυάλισε» αυθαδίασε στον θυμό του. «Από τότε που γεννήθηκε, δεν είχες μάτια πατά μόνο γι αυτήν…εγώ δεν υπήρχα»
Η μάνα στο κλάμα μουσκεμένη σουρομαδιόταν και ξέσκιζε το χνουδωτό της πανωφόρι.
«Ζήλευες καμάρι μου, Ζήλευες;»
«Σκύλιασα από τη ζήλια» ομολόγησε και πλησίασε να δει τη μικρή του αδερφή και τη μάνα του που είχαν γίνει κουβάρι ένα.
«Ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τις χωρίσει» σκέφτηκε και βγήκε απογοητευμένο στους δρόμους που μέχρι τώρα ήσαν για αυτό απαγορευμένοι.
Ήξερε ότι στους δρόμους αυτούς θα έβρισκε το τέλος του, αλλά από το να βλέπει τη μάνα του πάνω στην ηλίθια αδερφή του, καλύτερα αυτό. Άσε που ποτέ δεν είχε δει δρόμους και τοπία, δέντρα και λίμνες.
Ο δρόμος ήταν παράξενα ήσυχος, όταν ανακάλυψε, πως όλοι οι κάτοικοι του πολυ-πολιτισμικού τους οικισμού, είχαν κρυφτεί πίσω από δέντρα, βράχους, θάμνους, στη σειρά, σιωπηλοί και ακίνητοι σαν πετρωμένοι.
Γυρνούσε απότομα, από δω κι από κει, να προλάβει ένα κεφάλι, μια ματιά, η μια μορφή, ν ακούσει έστω μια προσβλητική ή μια καταδικαστική φωνή. Από το τίποτα, καλή θα ήταν και μια πετριά στον πισινό. Τίποτα. Το μεγάλο, ευθύγραμμο τίποτα. Σαν τον δρόμο που ανοιγόταν εμπρός του.

Περπάτησε ώρες ή έτσι του φάνηκε. Κι αυτή η ελευθερία τώρα, βάραινε παράξενα. Αίφνης από ένα δέντρο, ξεχώρισε μια καφετί φιγούρα.
«Καλημέρα σας κύριε…από τις περιγραφές που έχω ακούσει συμπεραίνω ότι είστε ο σοφός του χωριού»
«Ένας είναι ο σοφός» απάντησε και καθάρισε τα γυαλιά του προσεκτικά. «Και για πού το έβαλες μικρό μου μόνο σου; Η μητέρα σου σε είδε ότι ξεπόρτισες; Αλήθεια είναι καλά;»
«Καλά είναι κύριε»
«Και πώς να μην είναι. Τώρα που βρέθηκε η λύση στο πρόβλημα σου…σίγουρα θα είναι πολύ καλύτερα…Ξέρεις πόσες φορές ερχόταν εδώ κι έκλαιγε για σένα και την τύχη σου; Αλλά να, που ο καλός Θεός, εξακολουθεί να κάνει τα θαύματά του»
«Και πως κάνει θαύματα ο θεός κύριε; Ποτέ δεν έχω δει κανένα»
«Α! να σου πω. Ο πιο απλός τρόπος είναι όταν ανάβει φωτιές στα μυαλά των ανθρώπων. Τότε αυτοί αρχίζουν κι ανακαλύπτουν, όλο ανακαλύπτουν νέα πράγματα»
«Ο πατέρας ήταν….»
«Το ξέρω….πάντα οι καινοτομίες έχουν τους εχθρούς τους. Κοίτα όμως εσάς και την τραγική σας κατάσταση. Αν στο «Κέντρο Ιατρικών Εφαρμογών» δεν είχαν ανακαλύψει πώς να παράγουν τους κλώνους μας, θα είχες ελπίδες να ζήσεις εσύ, με την ανίατη ασθένεια που είχες; Τώρα όμως μπορείς να δοξάζεις τον θεό, γιατί το νέο μωρό της μητέρας σου, είναι ο «Κλώνος» που γεννήθηκε, μόνο και μόνο για να πεθάνει. Κι αυτό για σένα. Μόνο για σένα» είπε η καφετί κουκουβάγια και έφυγε στο πυκνό φύλλωμα του δέντρου, αφήνοντας το μόνο. Ένα έρημο κουτάβι, ζηλιάρικο, φονικό και προπάντων καταδικασμένο σε θάνατο.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Η ΑΥΤΟΥΛΙΤΣΑ

Το πολύ γέλιο δεν κάνει μόνο καλό. Όπως όλα τα «πολύ» μπορεί να αποβεί ως και μοιραίο. Γι αυτό και όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι, η μάνα του, το κοίταξε καλά-καλά κι άρχισε να γελάει. Γέλασε τόσο πολύ, ώστε η καρδιά της ασυνήθιστη στην τόση ευφροσύνη, δεν άντεξε και σταμάτησε να χτυπάει. Βέβαια το παιδί πρώτη το είχε δει η μαμή, που όμως δεν γέλασε καθόλου, εφόσον τα μάτια της είχαν δει και είχαν δει και τίποτα μα τίποτα δεν τα ξάφνιαζε. Είπε μόνο «έχεις να φας την καζούρα της ζωής σου» και το έδειξε στον πατέρα του, που δεν το καλοείδε, αφού έκλαιγε τον θάνατο της γυναίκας του. Η μαμή, του το ξανάδειξε, ο πατέρας ρώτησε ένα «Ε, τι;» και κοίταξε την μαμή με μάτια κλαμένα.
«Κύριε, δεν βλέπετε επάνω της τίποτα παράξενο;» τον ρώτησε κι ο πατέρας αφού την πρόσεξε λίγο καλύτερα, είπε αόριστα «Αφού το παιδί είναι γερό, νομίζω ότι κάτι τέτοιο, δεν είναι και ιδιαίτερο πρόβλημα» κι η μαμή συμφώνησε ότι το κοριτσάκι ήτανε απόλυτα υγιές, αλλά πάλι…
«Τι πάλι κυρία μαμή; Κορίτσι είναι, θα αφήσει μαλλιά κι όλα καλά». Η μαμή πείσμωσε, με την συμπεριφορά του πατέρα και μόλο που λόγος δεν της έπεφτε συνέχισε «Κύριε, ναι, να αφήσει μακριά μαλλιά, αλλά μέχρι πού;»
«Όσο πρέπει» απάντησε ο πατέρας και βιαζότανε να πέσει στο πένθος του με ησυχία. «Και πόσο θα πρέπει κύριε; Δεν βλέπετε πως το μικρό έχει τόσο μακριά αυτιά που φτάνουν τις πατούσες του;»
Ο πατέρας ξανακοίταξε το νεογέννητο και έλαμψαν προς στιγμή τα μάτια του. «Μπορεί κυρία μαμή, να μείνουν τα αυτάκια της τόσα, και να μεγαλώνει μόνο το σώμα της. Τότε, τα αυτάκια της θα είναι μέχρι τον λαιμό της το πολύ και όλα θα λυθούν μια χαρά» είπε και βυθίστηκε στην λύπη του που διάρκεσε μερικούς μήνες.

Όταν μετά μήνες σήκωσε τα μάτια του και είδε το κοριτσάκι του ολόιδιο με την μάνα του το αγάπησε πολύ. Το φρόντιζε, το έπαιζε, το μάθαινε, και του άφηνε τα μαλλάκια του μακριά ώστε να καλύπτουν τα μακριά του αυτάκια. Ο πατέρας, την βάφτισε Χρυσή, όπως λέγανε και την μητέρα της, αλλά την φώναζε χαϊδευτικά, Αυτουλίτσα. Μικρή, η Αυτουλίτσα, έκλαιγε συχνά, γιατί μπουσουλώντας πατούσε τα αυτάκια της. Μεγάλη, γιατί τα παιδιά την έβλεπαν και γελούσαν.
«Γιατί δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά;» τον ρώτησε με βουρκωμένα ματάκια ένα απόγευμα.
«Είσαι σαν τα παιδιά όλα» την καθησύχαζε ο πατέρας, «μόνο που έχεις κάτι περισσότερο».
Η μικρή δήλωσε ότι δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από τα άλλα παιδάκια κι ότι αν δεν έβρισκε ο ίδιος, ένα τρόπο να χαθούν τα αυτιά της από το κεφάλι της θα πήγαινε στον νερόμυλο και θα τα άπλωνε κάτω από την μεγάλη μυλόπετρα να τα κόψει μόνη της. Ο πατέρας της τότε την πήρε αγκαλιά και της είπε, ότι ο καλός Θεός τα δίνει όλα για κάποιον λόγο.
«Για ποιόν λόγο; Πες μου. Μήπως για να διασκεδάζω τα άλλα παιδιά;»
Ο πατέρα τα έχασε προς στιγμήν, αλλά αμέσως της εξήγησε ότι οι λόγοι του Θεού, δεν ήταν αμέσως κατανοητοί. Θα ερχότανε όμως η μέρα που θα τον καταλάβαιναν.
Το κοριτσάκι δεν παρηγορήθηκε και πολύ. Άσε που δυσκολευότανε να παίξει με τα παιδιά τα συνηθισμένα παιχνίδια, ας πούμε κρυφτό, η κυνηγητό….
Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό του και άρχισε να εφευρίσκει νέες ασχολίες, όπως να μυρίζεται, να παρατηρεί, να ακούει τους ελάχιστους, ακαθόριστους θορύβους που βγαίνανε από τα μικρά πλασματάκια της φύσης. Όπως να ξεχωρίζει το πέταγμα της πεταλούδας από ένα χιλιόμετρο μακριά. Να ακούει τον γαιοσκώληκα, να ανοίγει τις υπόγειες στοές του δέκα μέτρα κάτω από την γη. Να διακρίνει τον κροταλιστό πήδο της ακρίδας, πάνω στο σιτάρι, η να ξεχωρίζει με κλειστά μάτια το πέταγμα του μπάμπουρα από τον τζίτζικα η τα πρωτοξάδερφά του. Μάλιστα θα ορκιζότανε ότι κάτι φορές, την φτάσανε κάτι σφυρίγματα, κάτι λεξούλες που μοιάζανε σαν κάποιος να την φώναζε, «Ε! εσύ!» η, «Καλέ, κοριτσάκι!», η «Γεια σου μπέμπα» αλλά όπου και να κοιτούσε δεν έβλεπε κανέναν άλλον από κάνα αλογάκι της Παναγίτσας, κάποιο μυρμηγκάκι, η κάνα τσώνι φοβισμένο να την κοιτάζει από την φωλιά του.
Δεν τόλμησε να μιλήσει σε κανέναν για αυτό. Ούτε στον πατέρα της. Δεν τον έφτανε που έκανε τόση προσπάθεια να την πείσει ότι δεν υπήρχαν ελαττώματα, να του φόρτωνε και άλλο φόβο; Ποτέ! Ήταν τόσο καλός και της διάβαζε συχνά παραμύθια. Ένα βράδυ της διάβασε το «ΠΙΝΟΚΙΟ». Η μικρούλα τότε ήταν που δεν κρατήθηκε. «Αυτό, έλεγε ψέματα γι αυτό μεγάλωνε η μύτη του» παραπονέθηκε. «Εγώ τι έκανα;» Ο πατέρας της είπε να έχει εμπιστοσύνη στον καλό Θεούλη και όλα θα τα καταλάβαιναν την σωστή στιγμή.
«Μα ποια στιγμή; Είμαι έξι χρονών και πάω στα εφτά» και τότε ο πατέρας της εξήγησε την διαφορά του Θείου χρόνου από τον ανθρώπινο. Η μικρούλα απογοητεύτηκε. Μπορεί δηλαδή, μια στιγμή, στα γεράματα της ο καλός Θεούλης να της εξηγούσε. Αλλά τότε, τι να το έκανε; Τώρα υπέφερε από τα παιδιά, τώρα πληγωνόταν, τώρα κρυφόκλαιγε τα βράδια.
Η μικρούλα κατάλαβε ένα πράγμα. Έπρεπε να μάθει να ζει με αυτό. Μάλιστα μια μέρα θύμωσε τόσο πολύ που πήρε την ψαλίδα του κλαδέματος και έκοψε τα μαλλιά που της μάκραινε ο πατέρας της με κόπο.
«Δέστε τώρα ότι θέλετε να δείτε» είπε στα παιδιά και τους γύρισε περήφανα την πλάτη.
Το βράδυ ο πατέρας, της είπε ότι αυτό που έκανε ήταν μια ηρωική πράξη, και επίσης μια πράξη αυτογνωσίας και προσπάθησε να της εξηγήσει τις δύο έννοιες. Η Αυτουλίτσα, τον άκουγε προσεκτικά κι επειδή φύσαγε ένα κρύο αεράκι γύρισε τα αυτάκια της στο λαιμό σαν κασκόλ και προστατεύτηκε ζεστά-ζεστά.
«Πού έμαθες τόσα ωραία πράματα;» τον ρώτησε μετά.
«Στο σχολείο» απάντησε εκείνος και την παρηγόρησε γιατί ο χρόνος για το δικό της σχολείο, κόνταινε.

Η πρώτη ημέρα, ήταν πολύ σημαντική. «Εκεί αρχίζει η αληθινή ζωή» της είπε ο πατέρας και της έστρωσε τα κοντά της μαλλάκια με τα δάκτυλά του. «Εκεί δεν θα έχεις βέβαια την θέση που έχεις στην καρδιά μου, αλλά μαζί με όλα τα παιδιά του κόσμου, θα αγωνιστείς να κερδίσεις την θέση σου. Δεν έχει σημασία αν θα είναι πρώτη, δεύτερη, η εκατοστή. Σημασία θα έχει, ότι θα είναι η δική σου θέση, που θα την αποκτήσεις με την δική σου αξία. Τράβα μικρούλα μου» της έριξε κι ένα μπατσάκι στον ποπό.
«Δεν θα με πας εσύ;» παραπονέθηκε αυτό, αλλά δεν πήρε απάντηση κι έφυγε με μια αίσθηση μοναξιάς, σέρνοντας την βαριά του σάκα.
Ο δρόμος όμως ήταν ωραίος και την τράβηξε από όλα. Άσε που ένοιωσε και μεγάλη πια για να κυκλοφορεί μόνη της.
Ο ουρανός φωτεινός και μελισσάκια αγουροξυπνημένα κυνηγιούνται στην μύτη της μπροστά. Το χώμα γύρω νωπό. Λουλούδια σκαλώνανε σε βράχους κι οι καμπανούλες με τον παραμικρό άνεμο, κουδουνίζανε ντιννννν, νταν. Ντιιιιν, ντάν.
Στ αλήθεια τις άκουγε. Όπως και όλους τους πρωινούς βόμβους.
Κι ύστερα άκουσε ολοκάθαρα τη φωνή.
«Γεια σου παιδάκι». Το παιδί έμεινε ακίνητο και κοιτάζει ένα γύρω.
«Ποιος είναι;» ρωτάει και ψάχνει πέρα-δώθε.
«Εγώ! Πού κοιτάς; Μπροστά σου είμαι!»
«Δεν μπορεί! Λάθος θα κάνω….»
«Δεν κάνεις λάθος…εγώ είμαι που μιλώ, κι εσύ που με καταλαβαίνεις. Που το παράξενο;» είπε ένα ζωύφιο και πέταξε μπροστά από τα μάτια της, σφυρίζοντας σαν αεροπλάνο.
«Μα εσύ….»
«Μάλιστα, εγώ, είμαι ένα κουνούπι. Κώνωψ, για την ακρίβεια Κώνωψ ο Ανωφελής. Τι γελοίο υποκοριστικό»
«Τι θα πει ανωφελής;» ενδιαφέρθηκε η μικρή.
«Άχρηστος….Αυτός μάλλον που δεν χρωστάει καλό να κάνει…»είπε το κουνούπι και σταύρωσε τα μακριά του πόδια ενώ άρχισε να ξύνει σκεφτικά, την μακριά του προβοσκίδα.
«Σε στεναχωρούν ε;» ρωτά το μικρούλι και σκέφτεται ότι και την ίδια στεναχωρούνε τα παιδιά καθημερινά…
«Με στεναχωρούνε…αλλά τι περιμένεις από τους ανθρώπους; Καλύτερη συμπεριφορά; Εσύ τι είσαι; Άνθρωπος είσαι….τους φέρνεις λίγο» συμπλήρωσε
κι ανέβηκε στο δεξί της αυτί κι έκανε μια ωραία τσουλήθρα. Μετά πέταξε πάλι μπρος της. «Τι είσαι; Άνθρωπος είσαι;»
«Όχι! Δηλαδή δεν νομίζω» απάντησε σκεφτικά το κοριτσάκι.
«Και τι είσαι τότε;» επέμεινε ο Κώνωψ
«Παιδί! Αυτό είμαι. Παιδί. Αλλά από σήμερα που θα πάω σχολείο, θα αρχίσω να γίνομαι άνθρωπος»
«Σβουνννννννν» σβούνιιιιιιισε το κουνούπι με έκπληξη. «Αυτό δεν το ήξερα. Δεν ήξερα ότι χρειάζεται εκπαίδευση ώστε να γίνει κάποιος τόσο εγωιστής και αγενής, όσο ο άνθρωπος. Και δεν μου λες. Γιατί δεν μένεις παιδί; Προσωπικά, καλύτερα τα πάω με τα παιδιά….γενικά μιλάω βέβαια….υπάρχουν και οι εξαιρέσεις»
«Νομίζω δεν μπορώ»
«Τι θα πει δεν μπορείς;»
«Νομίζω ότι δεν είναι στο χέρι μου»
«Και ποιος το κανονίζει;» έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον ο Κώνωψ και έσκυψε κοντά στα μάτια της.
«Θα πρέπει να υπάρχει νόμος»
«Τι είναι νόμος;»
«Δεν ξέρω. Μα σήμερα σίγουρα θα μάθω»
«Αν είναι έτσι, θα σε περιμένω στον γυρισμό να μου πεις»
«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου αντί να με περιμένεις; Έτσι θα τ ακούσεις με τα ίδια σου τα αυτιά»
«Δεν γίνεται. Εγώ στο σχολείο κινδυνεύω. Μια φορά ο προπάππος μου έκανε το λάθος και δεν γύρισε»
«Γιατί; Τι έπαθε;»
«Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν επί τόπου»
«Πω! Πω! Τον σκότωσαν; Τα παιδιά;»
«Όοοοχι! Ο ίδιος ο δάσκαλος. Το έπιασε και τον κάρφωσε με μια τόση καρφίτσα στην κοιλιά, στον πίνακα από φελλό. Εκεί, αφού πέθανε μέσα σε βασανιστήρια, κάλεσε την τάξη όλη κι έκανε μάθημα επάνω του. Μάλιστα! Επάνω του. Αν δεν με πιστεύεις πήγαινε στην Α1 τάξη, και ρίξε μια ματιά στην βιτρίνα της εντομολογίας. Θα φρίξεις»
«Δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί θα έκαναν τόσο κακό στον προπάππο σου;»
«Δεν γνωρίζω. Αλλά λένε πως μεταφέρουμε με το ρύγχος μας ένα πυρετό κι ότι μόνο κακό προξενούμε. Αλλά σε βεβαιώνω ότι κάνουν λάθος. Είμαστε χρήσιμα»
«Για να το λες εσύ…..αλήθεια σε τι χρησιμεύετε;»
Το κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους πάνω από το κεφάλι της μικρής κοίταξε μακριά και μετά στάθηκε μπροστά στα μάτια της.
«Και μόνο ότι με εμάς τρέφονται ένα σωρό άλλα ζώα και πτηνά, πουλιά, βάτραχοι, σαύρες ας πούμε, είναι αρκετό. Το ξέρεις ότι για να υπάρχουμε υπάρχει λόγος;» «Μου το χει πει κι ο πατέρας μου»
«Το ξέρεις ότι ο Θεός έχει φτιάξει μια αλυσίδα από όλα τα είδη, όπου το ένα κρατάει τον άλλον σαν κρίκος, και αν ένας κρίκος να σπάσει όλα χαλάνε; Πάει η Τάξη, πάει η ισορροπία;»
«Δεν το ξέρω!»
«Στο λέω λοιπόν και να το μάθεις»
«Κι είναι δηλαδή αλήθεια πως κάθε τι που γίνεται έχει τον λόγο του;»
«Και βέβαια! Τι νόμιζες; Ότι είναι όλα τυχαία; Όχι αγαπητή μου. Όλα έχουν τον λόγο τους» Ρίχνει μερικές γρήγορες ματιές δεξιά-αριστερά και ρωτάει γρήγορα-γρήγορα
«Θα έχεις γίνει άνθρωπος στον γυρισμό, η θα είσαι ακόμα παιδί;»
«Μάλλον παιδί. Σιγά-σιγά θα γίνω άνθρωπος»
«Ωραία….έχουμε καιρό μέχρι τότε» χάρηκε το κουνούπι και πέταξε πάνω από το κεφάλι της» Φεύγω τώρα γιατί πλάκωσε η μαμαλίγκα. Καλό κουράγιο» είπε και χάθηκε.

Μετά την πρώτη ώρα, η Αυτουλίτσα, πήγε στην Α1 και στάθηκε ασάλευτη παρατηρώντας το προπάππο του κουνουπιού. Ο δάσκαλος την πλησίασε.
«Σ ενδιαφέρουν τα έντομα Χρυσή;»
«Μ ενδιαφέρουν, αλλά όχι καρφιτσωμένα»
Τότε ο δάσκαλος της μίλησε για την ανάγκη που υπάρχει πάντα, στο να θυσιαστούν μερικά, για το καλό της ανθρωπότητας. Η γνώση, η επιστήμη, η πρόοδος, της είπε, έχουν σαν πρώτο βήμα την παρατήρηση. Για να παρατηρήσει όμως κάτι θα πρέπει να το φέρεις στο μικροσκόπιο….Η μικρή τον έκοψε ρωτώντας τον, αν είναι αλήθεια ότι υπάρχει η αλυσίδα των ειδών, που της είχε μάθει ο κύριος Ανωφελής. Ο δάσκαλος τότε, δεν απάντησε, αλλά μάζεψε όλους τους μαθητές και τους είπε ότι μακάρι να έμοιαζαν στην μικρή Χρυσή που όλο ρωτούσε και έδειχνε τέτοια έφεση για την μάθηση. Τα παιδιά ακούσανε τον δάσκαλο με μεγάλο σεβασμό και στο διάλειμμα κορόιδεψαν το κοριτσάκι με περισσότερη αγριότητα. Εκτός ένα αγόρι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη γειτονιά. Είχε μεγάλα μαύρα μάτια και κοκκίνισε όταν την είδε να τον κοιτάζει. Τα παιδιά εξακολούθησαν τα ειρωνικά σχόλια για τον «Μεταλλαγμένο Αϊνστάιν» το αγόρι κατέβασε το κεφάλι κι έφυγε κι η ίδια, παρατήρησε ότι δεν πληγώθηκε σαν άλλοτε. Μπορεί το σχολείο, να είναι κάτι σαν φάρμακο, σκέφτηκε κι ανακουφίστηκε πολύ. Ή η ματιά εκείνου του αγοριού, ξανασκέφτηκε και ανακουφίστηκε τελείως.

Σαν όλα τα παιδιά βαρεθήκανε να την πειράζουν και στο σχόλασμα κι έμεινε μόνη στον δρόμο του γυρισμού, μια μικρούλα φωνίτσα της γαργάλισε την μύτη.
«Ψιτ, ψιιιιτ…ψιτ…» Η Αυτουλίτσα προχωρούσε απορροφημένη σε σκέψεις, χωρίς να δώσει σημασία.
«Καλέ! Κοπελίτσα! Καλά τα αυτιά αυτά για φιγούρα τα έχεις;»
Η Αυτουλίτσα συνήλθε στο λεπτό και έψαξε να βρει το αυθάδικο πρόσωπο της πιο αυθάδικης φωνής.
«Ε! εδώ είμαι…» Βούιξε τότε μπροστά της ένα δείγμα κουνουπιού…
«Γεια σου χρυσούλι μου…» πήγε να το χαιρετίσει η μικρή αλλά εκείνο την έκοψε με αγένεια.
«Εσένα έμαθα σε λένε Χρυσή. Αν ήσουν μάνα μου μπορεί να ήμουν το χρυσούλι σου. Τώρα, είμαι ο Κώνωψ ο Ανωφελής Junior, και μ έστειλε ο πατέρας μου να σου πω, πως σε περιμένει δίπλα στην γούρνα να συνεχίσετε την κουβέντα σας. Αν και δεν καταλαβαίνω τι δουλειά έχει με τους επίγονους των φονιάδων του προπάππου μου» Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε γιατί το ζουδάκι ήταν τόσο επιθετικό. Το ρώτησε λοιπόν με ευγένεια.
«Γιατί υπάρχει πόλεμος κηρυγμένος και ακήρυχτος ανάμεσα σε σας κι εμάς. Δεν ξέρεις πως με το που γεννιόμαστε δίνουμε όρκο τιμής να μην συμμαχήσουμε ποτέ με τη ράτσα σας;»
«Δεν το ήξερα» απάντησε η Αυτουλίτσα στενοχωρημένη. «Είχα πεισθεί, ότι υπάρχει λόγος που υπάρχουμε και συνυπάρχουμε»
«Αυτά τα λένε όλοι οι γέροι. Ξεχάσανε όμως πως ολόκληροι στρατοί, από επιστήμονες, τεχνικούς, εργάτες, δουλεύουνε κάθε λεπτό για τον τρόπο που θα μας εξολοθρεύσουνε γρηγορότερα. Γι αυτό κι εμείς θα αντισταθούμε»
«Και πως θα μπορέσετε να το καταφέρετε κάτι τέτοιο; Θα κηρύξετε πόλεμο στην ανθρωπότητα;»
«Κρατάς μυστικό;» ρωτά ο Ανωφελής Junior, και κάθεται στην άκρη της μυτούλας της.
«Κρατάω» υπόσχεται η Αυτουλίτσα και σταματά να περπατά για να τον ακούσει.
«Λοιπόν, μάθε κυρία μου, ότι έχουμε οργανωθεί!»
«Που θα πει;»
«Είσαι βλάκας; Δεν μ αρέσει να μιλάω σε βλάκες. Κι εγώ σε είδα που γύριζες απ΄ το σχολείο και σε πέρασα για έξυπνη»
«Πρώτη ημέρα πήγα σχολείο. Κι ύστερα δεν μπορούμε να είμαστε κι όλοι έξυπνοι σαν κι εσένα. Πρέπει να είσαι καλός με τους κατώτερούς σου»
«Πρώτη φορά ακούω τέτοια βλακεία. Αλλά τέλος πάντων τι έχω να φοβηθώ από ένα χαζοκόριτσο, που δεν σηκώνει το χέρι του να σκάσει πέντε-έξι μπάτσους στα αλητάκια που την κυνηγούνε; Το πολύ-πολύ, αν με μαρτυρήσεις, να σε κάνω κόσκινο με τους φίλους μου και να σε στείλουμε στο νοσοκομείο. Το λιγότερο!»
«Αν αυτό είναι το λιγότερο, το περισσότερο πιο είναι;» απόρησε το μικρό κορίτσι.
«Το περισσότερο είναι να σε μολύνουμε με θανατηφόρο ιό»
«Μπά; Στο χέρι σου είναι;» απόρησε ειλικρινά το κοριτσάκι.
«Και βέβαια. Έχουμε όλα τα μέσα…Κάνουμε ένα A Mail και σε λίγες μέρες έχουμε όποιον ιό θέλουμε από όποιο μέρος του κόσμου επιθυμούμε»
«Μα τότε είστε παντοδύναμοι!» θαύμασε το κορίτσι. Ο Ανωφελής Junior, παρουσίασε στρατιωτικά, χτυπώντας το τακούνι του ενός ποδιού, στη φτέρνα του άλλου παπουτσιού. «Η Ισχύς εν τη Ενώσει» απάγγειλε.
«Που θα πει;»
«Θα πει ότι, κρατήσου! Κρατιέσαι; Θα πει ότι έχουμε συστήσει κρυφή παρακρατική οργάνωση. Είμαστε οι Νέοι Εκδικητές που θα αντισταθούμε στην μεθοδευμένη σας γενοκτονία. Στο δηλώνω εγώ, εν τιμή, εξ ονόματος όλων των συναγωνιστών μου, ότι θα πάρουμε το Αίμα σας πίσω»
«Το Αίμα σας πίσω»
«Αυτό λέω κι εγώ. Το Αίμα σας»
«Οι γονείς σας το ξέρουν αυτό;»
Το κουνούπι στριφογύρισε σαν τρελό γύρω της κάπου δέκα φορές βουίζοντας.
«Υποσχέθηκες! Υποσχέθηκες να μη το πεις!»
«Δεν θα το πω» το καθησύχασε η Αυτουλίτσα… «Μείνε ήσυχος»
«Εσύ θα μείνεις ήσυχη αν δεν το πεις….Τώρα φεύγω….εκεί στην γούρνα σε περιμένει….»
«Αλήθεια γιατί δεν ήρθε να με βρει;»
«Δεν ξέρεις; Η κάνεις πως δεν ξέρεις; Γέρος είναι, δεν τρώει και καλά….μια αναιμία σου κόβει τα πόδια όπως και να το κάνουμε»

Ο Κύριος Ανωφελής την περίμενε ακουμπώντας σε ένα φύλλο ανοικτό πράσινο με καφετιές βούλες.
«Δεν νοιώθετε καλά;» ενδιαφέρθηκε η μικρή.
«Μια χαρά νοιώθω…σ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου…Λοιπόν; Πως πήγε η πρώτη μέρα στο σχολείο; Σου έκανε καλό; Έγινες άνθρωπος;»
«Δεν ξέρω αν έγινα άνθρωπος, έμαθα όμως ότι ο κύριος παππούς σας έπεσε, για το καλό της ανθρωπότητας».
«Πρώτη μέρα και σας αρχίσανε στα παραμύθια….» βούιξε θυμωμένα ο κύριος Ανωφελής… «Κατάλαβα…» συνέχισε «…την τελευταία μέρα του σχολείου, δάσκαλοι και μαθητές, θα είσαστε ίδιοι»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Γιατί, πάντα έτσι λέγανε….το διαβάσαμε στα απομνημονεύματα που μας αφήσανε οι πρόγονοί μας. Στο όνομα της ανθρωπότητας, κάνουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Μήπως θέλεις να σου πω μερικά; Βόμβες, πόλεμοι, πυρηνικά, δηλητηρίαση της ατμόσφαιρας, τρύπα του όζοντος, άνιση κατανομή των πόρων, Τείχη, γενοκτονίες, αποψίλωση του φυσικού πλούτου…Θέλεις κι άλλα;»
«Όχι…φτάνουν…Δηλαδή όλα είναι ψέματα;» απογοητεύτηκε το κορίτσι…
«Δεν είναι ψέματα ακριβώς….Είναι πώς να το πούμε….λαϊκά… «κάθε ένας κι η αλήθεια του». Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Δηλαδή η αλήθεια δεν είναι μία;»
«Μία!….Μία!….αλλά καμωμένη από πολλές μικρές….αν με εννοείς….»
«Δεν εννοώ» ψέλλισε το κοριτσάκι και ένοιωσε το κεφαλάκι του να πονάει από τα πολλά που μάθαινε σε μια μέρα…
«Τι έχεις; Δεν είσαι καλά;» την παρατήρησε φέρνοντας βόλτες γύρω της ο κύριος Ανωφελής. Η Αυτουλίτσα του εξήγησε και εκείνος την βεβαίωσε, ότι η γνώση, είναι πράγματι μεγάλος πονοκέφαλος.

Στον δρόμο για το σπίτι, το κοριτσάκι σκέφτηκε το αγόρι με τα μαύρα ματάκια, και ντράπηκε για τα αυτάκια της για άλλη μια φορά. Μετά σκέφτηκε το κίνημα που ετοιμάζανε τα κουνούπια όλου του κόσμου κι άρχισε να την απασχολεί αν έκανε καλά που το έκρυψε από τον κύριο Ανωφελή.
Ο πατέρας, την περίμενε στην αυλούλα και την αγκάλιασε με στοργή.
«Μου έλειψες» είπε και κοίταξε το μουτράκι της με προσοχή. «Τι απασχολεί το μικρό μου;»
Η Αυτουλίτσα κάθισε στα γόνατά του και τον έπιασε με τα δυο της χεράκια.
«Αν μαρτυρήσω ένα μυστικό θα είναι κακό;»
«Πολύ κακό πουλάκι μου. Αν μαρτυράς, δεν θα σου έχουν εμπιστοσύνη οι άνθρωποι…»
Άντε τώρα να εξηγήσεις στον μπαμπά ότι δεν πρόκειται για ανθρώπους αλλά ….
«Κάποιος σου εμπιστεύτηκε λοιπόν κάτι….»
«Ναι»
«Κι εσύ θέλεις να το πεις….»
«Δεν θέλω….αλλά αν δεν το πω μπορεί να γίνει μεγάλο κακό….Αν πάλι το πω μπορεί να πάθω κακό η ίδια»
«Το μεγάλο κακό θα το πάθουν πολλοί άνθρωποι;»
«Όλοι»
«Κι εσύ δεν θα είσαι μέσα; Η ξέρεις, ότι εσύ θα γλιτώσεις;»
«Όχι. Δεν το ξέρω»
«Τότε γλυκιά μου, αφού εσύ έτσι κι αλλιώς δεν γλιτώνεις, φρόντισε τουλάχιστον να σώσεις τους άλλους. Αυτό, λέγεται αυτοθυσία κι έχω πολλές ωραίες ιστορίες να σου πω για πρόσωπα που θυσιάστηκαν για να σώσουν μια κοινότητα, ένα λαό, ή και ολόκληρο έθνος»
Ο πατέρας άρχισε να μιλάει κι ούτε δείπνο δεν τους έκανε κέφι να πάρουν.
Η Αυτουλίτσα, κοιμήθηκε στην αγκαλιά του κι ο πατέρας την απόθεσε τρυφερά στο κρεβάτι της. Η Αυτουλίτσα εκείνο το βράδυ, ονειρεύτηκε ότι είχε αυτάκια κανονικά και περπατούσε στην εξοχή χέρι-χέρι, με το αγόρι με τα μαύρα ματάκια, που δεν τα ξεκολλούσε από πάνω της.

Το ξύπνημα της ήταν βίαιο. Ένα δυνατό τσίμπημα, την πέταξε από τα στρωσίδια της, κι όσο ξυνότανε άκουσε και τη σοβαρή φωνή του κυρίου Ανωφελή.
«Μη φοβάσαι. Δεν σε μολύνω. Με αγκάθι από Ασπάλαθο σε τσίμπησα. Με συγχωρείς για την ώρα, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις…»
Η Χρυσή κάθισε στην άκρια του κρεβατιού της και ξύνοντας ακόμη το μπρατσάκι της, ρωτάει τον επισκέπτη της νύχτας.
«Θα πρέπει κάτι πολύ σοβαρό να συμβαίνει….για να είσαστε εδώ…»
«Μάλιστα…Ξέρεις, από την ώρα που έστειλα τον Χαράλαμπο να σε φωνάξει…δεν επέστρεψε στο σπίτι μας….Η μητέρα του είναι σε απόγνωση, νομίζει ότι έχει μπλέξει με κακές παρέες, αλλά εγώ φοβάμαι πολλά χειρότερα…»
Το κορίτσι θέλει να ξεκαθαρίσει το μυαλό του ώστε να θυμηθεί ποιος είναι ο Χαράλαμπος και πότε συναντήθηκε μαζί του αλλά άδικος κόπος.
«Με συγχωρείτε….είμαι από τον ύπνο…Για ποιόν Χαράλαμπο μου μιλάτε; Εγώ με τον μόνο που συναντήθηκα νομίζω…ήταν με τον Junior»
«Τον ποιόν;»
«Τον γιο σας. Τον Ανωφελή Junior»
«Ώστε έτσι σου συστήθηκε; Α, τον ανεπρόκοπο….Χαράλαμπο τον λένε αλλά ντρέπεται για το όνομά του και τη μία γίνεται Μπάμπης, την άλλη Χάρης, την παράλλη Λάμπης, κάποτε έγινε Λάρρυ…»
«Λάρρυ…από πού ως που;» ρώτησε το κορίτσι και ήπιε λίγο νερό να ξεδιψάσει.
«Α, αυτό τον ρώτησα κι εγώ. Και ξέρεις τι μου είπε, ότι προήλθε από αναγραμματισμό κι ότι σαν όλους τους γέρους δεν είχα φαντασία…Ώστε τώρα έγινε Junior; Λοιπόν αγαπητή μου, μήπως γνωρίζεις τι θα έκανε μετά την συνάντησή σας;»
«Υπάρχει λόγος για να ανησυχείτε τόσο πολύ;» θέλησε να μάθει περισσότερα η Χρυσή.
«Μπορώ να καθίσω; Ευχαριστώ…Λοιπόν να σου εμπιστευτώ κάτι….όπως σε όλες τις κοινωνίες, υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να μένουν ίδια. Για να διατηρείται η τάξη….αν με εννοείς. Δεν μπορεί να φέρει ένας ταραξίας τα πάνω κάτω….αν με εννοείς. Έχουμε κοντολογίς, καταφέρει να βρούμε κάποιους τρόπους να επιβιώνουμε με όλα τα είδη….άλλοτε κλίνει λίγο η ζυγαριά από εδώ, άλλοτε λίγο από κει….γενικά κρατιέται μια ισορροπία. Εδώ και καιρό όμως, όλο και κάτι κουβέντες παίρνει το αυτί μου, όλο και κάτι παράνομα συνθήματα ακούγονται…όλο και κάποιες απουσίες σημειώνονται ….ξέρεις τώρα σ αυτήν την ηλικία…..που λέει ο λόγος… «το αίμα τους βράζει» δεν θα ήθελα να μας μπλέξουνε σε καμιά παλιό-κατάσταση. Είναι που είναι από φύση του, αρκετά εριστικός, αν μπλέξει και σε κανένα παράνομο κύκλωμα…..Πολύ φοβάμαι αγαπητή μου….Για την ισορροπία στον κόσμο γενικά, αν με εννοείς»
Η Χρυσή είχε τεντώσει τα αυτιά της που ξύνανε μέχρι και το ταβάνι….Ο τζούνιορ είναι ένας επαναστάτης….Μπορεί όμως, να το πει αυτό, σε έναν πατέρα; Μήπως με την βοήθεια της ικανότητας της να ακούει πολύ μακριά και τον παραμικρό θόρυβο, θα μπορούσε να βοηθήσει τον απελπισμένο πατέρα χωρίς να ομολογήσει ότι γνώριζε τα σχέδια του Junior;
«Προτείνω να καθίσετε επάνω μου να ξεκουραστείτε, κι εγώ θα προσπαθήσω να μάθω που είναι»
Ο κύριος Ανωφελής θρονιάστηκε στο δεξί της αυτί και κρύφτηκε στην πτυχή του για να μην τον παίρνει ο νυχτερινός αέρας έτσι που έτρεχε η Χρυσή.
Πέρασε την δημοσιά δυο φορές. Έφτασε στα σπίτια του οικισμού. Διέσχισε το δασύλλιο οριζόντια και κάθετα. Αλαφροπάτησε στο ποτάμι για μίλια ολόκληρα…
Στάθηκε στην άκρια της λίμνης και αφουγκράστηκε προς όλες τις κατευθύνσεις…τίποτα. Απόκαμε και είπε να καθίσουν στο παγκάκι της κεντρικής πλατείας του οικισμού. Πίσω τους ένα κάδος απορριμμάτων αναποδογυρισμένος μύριζε απαίσια. «Μπουουουχ…..δυσωδία….» πήγε να πει η Αυτουλίτσα, όταν κάποιοι ψίθυροι την φτάσανε και την κόλλησαν στην θέση της.
«Κάπου εδώ κοντά είναι» είπε του κυρίου Ανωφελούς. Ο οποίος πετάχτηκε μπροστά της ρωτώντας την αν είναι καλά…. «Μια χαρά είναι….μόνο που δεν είναι μόνος του»
«Ας δούμε πρώτα που είναι και μετά τους συγυρίζω εγώ, όσοι κι αν είναι» είπε θυμωμένα και έψαχνε δεξιά-αριστερά, ως που η Χρυσή πλησίασε ένα κομμένο καρπούζι, που σάπιζε πεταμένο στην πρασιά της πλατείας. «Εδώ είναι….» είπε ενώ από μέσα από το καρπούζι ακούγονταν επευφημίες και «Ζήτω οι νέοι μαχητές» και «Ζήτω η νέα τάξη πραγμάτων» και «Ζήτω σ εμάς και σ όλους μας και μούντζα στους υπόλοιπους»
«Μπορώ να φύγω τώρα;» ρώτησε τον φίλο της «Έχω και σχολείο αύριο…μη με χάσει κι εμένα ο πατέρας μου»
«Και βέβαια….σ ευχαριστώ…Θα το χειριστώ εγώ τώρα το ζήτημα…Να ξέρεις πάντως, πως κάποτε, αργά η γρήγορα, θα σου το ανταποδώσω» είπε και με το που έφυγε η μικρή, σφύριξε τρεις φορές συνθηματικά.
Το σμήνος για «έκτακτα περιστατικά» έκανε την εμφάνιση του στον νυχτερινό ουρανό της πλατείας που φωτιζόταν από τους γλόμπους του Νέον. Ο κύριος Ανωφελής, τους έδειξε το κρησφύγετο με τους ταραξίες και έφυγε περίλυπος.


Η Αυτουλίτσα πήγαινε στο σχολειό της, με κάθε καιρό. Σαν φυσούσε άνεμος, σήκωνε τα αυτάκια της και τυλιγόταν. Σαν έβρεχε, τα άπλωνε και τα έκανε ομπρελίτσες. Στην ζέστη, τα ανέμιζε και δροσιζότανε και σαν είχε ήλιο τα άπλωνε προστατεύοντας το κεφάλι της. Τα παιδιά εξακολουθούσαν να την κοροϊδεύουνε. Αλλά αυτήν, το μόνο που την πλήγωνε, ήταν, γιατί δεν ήταν ένα κανονικό κοριτσάκι, να την προσέξει το αγόρι με τα μαύρα μάτια.
Μια μέρα της Άνοιξης, ήταν τόσο στεναχωρημένη, γιατί τα παιδιά είχαν σκαρώσει στιχάκια και όλο της τραγουδούσαν…που στο διάλειμμα, βγήκε από το προαύλιο και κάθισε στη άκρια του έλους να κλάψει με απελπισία.
Απόλυτη ησυχία επικρατούσε και μπόρεσε να μείνει ανενόχλητη αρκετή ώρα. Κανονικά, θα έπρεπε ο τόπος να σφύζει από ζωή. Όλα τα ζουζούνια, σκνίπες, σαύρες, χελώνες, βατράχια, σκουλήκια, νεροφίδες, αλογάκια της Παναγιάς, μύγες, μπάμπουρες, βερβερίτσες, Πασχαλίτσες, θα έπρεπε να καταχαίρονται ξεφωνίζοντας κουτσομπολεύοντας ή συζητώντας, μέσα στην λαμπρότητα της εξοχής. Τίποτα. Μήτε ένα ανεμάκι να φυσήσει. Να ρυτιδώσει το πρασινόμαυρο νεράκι. Να δώσει μια νότα, μια εντύπωση πως υπάρχει ζωή…..Μόνο στο πόδι της, ένα μικρό μυρμηγκάκι, κουβαλούσε μια πετρούλα να κλείσει το άνοιγμα στην φωλιά του.
«Με συγχωρείς που σ ενοχλώ, αλλά μια τέτοια μέρα, γιατί κλειδώνετε το σπίτι σας;» το ρώτησε σκουπίζοντας τα μάτια της και ξεχνώντας τον πόνο της.
«Δεν ξέρω» απάντησε το μικρό μυρμήγκι «Εμένα αυτό με διάταξαν να κάνω, αυτό κάνω»
«Με συγχωρείς, και πάλι, αλλά ότι και να σου πουν θα το κάνεις;»
«Και βέβαια. Έτσι είναι ο νόμος» Η Χρυσή τινάχτηκε από το ενδιαφέρον. Μετά τόσον καιρό, τώρα ερχόταν η στιγμή να μάθει τι είναι νόμος.
«Νόμος; Τι ακριβώς είναι νόμος μπορείς να μου πεις; Η μήπως είσαι πολύ μικρό για
να ξέρεις;»
«Ο νόμος είναι νόμος για μικρούς και μεγάλους» απάντησε το μυρμηγκάκι και συνέχισε « Επειδή όμως κάτι κακό πρόκειται να συμβεί, και πρέπει να σφραγίσω την είσοδο, θα σου πω στα γρήγορα, ότι εμείς έχουμε νόμους που βάζει ο μέγας Νομοθέτης. Όλοι πρέπει να υπακούμε σ αυτούς, γιατί αυτοί είναι πάνω από μας και εξυπηρετούν το καλό όλων. Κατάλαβες;»
«Όχι και πολλά….»
«Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω περισσότερα….εγώ νόμιζα πως τα παιδιά των ανθρώπων ξέρουν τους νόμους της ράτσας τους με το που γεννιούνται…Λάθος θα έκανα μάλλον….Άντε τώρα, γεια σου» είπε και σφράγισε την τρύπα καλά. Σε λίγο ξανάβγαλε το κεφαλάκι του έξω με απορία «Εσύ δεν θα κρυφτείς στην φωλιά σου; Τι κάθεσαι; Όλα τα ζωντανά το ξέρουν ότι έρχεται το κακό» είπε και χάθηκε τώρα για τα καλά.
Η Αυτουλίτσα κάθισε λίγο ακόμα και παρατηρούσε τα πάντα. Νεκρική σιγή….Μόνο ένα ούρλιασμα κάπου μακριά κάτι έλεγε αλλά δεν πολύ κατάλαβε γι αυτό και με το κουδούνι έτρεξε να μπει στην τάξη της. Τα παιδιά την υποδέχτηκαν με πειράγματα, αλλά το μυαλό της ήταν στα λόγια του μυρμηγκιού. Τι στο καλό θα μπορούσε να
νεκρώσει την ζωή στο έλος;

Ο δάσκαλος σήμερα τους έδειχνε τις ζώνες που χωρίζεται η γη, τους παράλληλους και μιλάει για τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, και η Χρυσή αποφασίζει αφοσιωθεί
στο μάθημα, όταν ένα ενοχλητικό ζουζούνισμα γαργαλά το αυτί της.
«Πάρε άδεια να βγεις έξω, γιατί αν με βρουν εδώ πέθανα» της λέει και η Αυτουλίτσα, γνωρίζει χαρούμενη την φωνή του κυρίου Ανωφελούς. Την περιμένει στην πόρτα της αυλής και δείχνει ανήσυχος.
«Κάποτε μου έκανες μια χάρη. Ήρθε καιρός να στην ανταποδώσω. Μάθε λοιπόν, ότι μου είπε ο κύριος βάτραχος, που του είπε ένα βαλτόψαρο, που το έμαθε από μια νεροφίδα, που παίρνει τα νέα από ένα χέλι του γλυκού νερού, που συναντιέται στο δέλτα του ποταμού με τις πέστροφες που ζουν και σε γλυκά και αρμυρά νερά, πως άκουσαν το ποτάμι να λέει, ότι οι πηγές είναι πολύ αναστατωμένες, γιατί τα υπόγεια ρεύματα πολύ φουσκώνουν τελευταία, κι ανησυχούν γιατί αλλάζουν θερμοκρασίες, μια χαμηλές μια υψηλές, κι αυτά πράματα φυσιολογικά δεν είναι, τέτοια συμβαίνουν μόνον σαν ταράζονται τα σωθικά της γης…..» σταμάτησε να πάρει μιαν ανάσα….
«Και;»
«Και; Στο και είσαι ακόμα; Τρέξε άδειασε το σχολείο. Έρχεται μεγάλος σεισμός!» είπε και χάθηκε. Όχι γιατί ο κύριος Κώνωψ ο Ανωφελής έφυγε, αλλά διότι η Αυτουλίτσα έγινε καπνός να προλάβει το κακό.
Στην αίθουσα κάτι είπε στο αυτί του δάσκαλου, εκείνος την κοίταξε, «φτάνει που αυτό το παιδί το πληγώνουν τα μικρά ανόητα, ας μην του χαλάσω κι εγώ το χατίρι…. εργατικό και σοβαρό είναι, μεγαλύτερο από την ηλικία του θα έλεγα, τι θα γίνει αν αντί το ένα μάθημα κάνουμε το άλλο» σκέφτηκε κι ο δάσκαλος κάλεσε όλα τα παιδιά να βγούνε στην αυλή και να καθίσουν οκλαδόν κάτω από τα δεντράκια. Μετά άδειασε κι όλες τις άλλες τάξεις και τους κάλεσε να κάνουν την ώρα του τραγουδιού. Όλες οι φωνούλες σηκωθήκανε μελωδικές, κι όταν ο Θεός κούνησε τον κόσμο του, όλα τα παιδάκια τραγουδούσαν τους ύμνους Του.
Ξαφνικά η Χρυσή στράφηκε και είδε το αγόρι με τα μαύρα μάτια δίπλα της.
«Θέλεις να τραγουδήσουμε ντουέτο» την ρώτησε.
«Δεν σε πειράζει που έχω μεγάλα αυτιά;» τον ρώτησε και κοκκίνισε.
«Εσένα δεν σε πειράζει που έχω μεγάλη μύτη;»την ρωτάει και τότε η Χρυσή βλέπει ότι τα αγόρι πράγματι είχε μια μεγάλη μύτη. Που όμως αυτή δεν πρόσεξε. Γιατί είχε δυο ωραία μαύρα μάτια.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008


ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΡΕΥΜΑ

Κάθε φορά που περνούσαν από το μέρος εκείνο, καθυστερούσε λίγο, και κρυφοκοιτούσε. Ποτέ κανένας δεν κατάλαβε την περιέργεια του. Πάντα, κοιτούσαν μπροστά. Η ζωή τόσο δύσκολη και σύντομη συνάμα, πού πολυτέλειες για χάσιμο χρόνου. Ούτε σαν κατάφερε να ξεφύγει για λίγο, κατάλαβαν κάτι. Αφού είχαν πέσει στον ύπνο, που πολλά πλάσματα πέφτουνε μετά το κυνήγι του επιούσιου.
Ο Λίλης, πέρασε γρήγορα από τη σιγουριά της οικογένειας, στο άπλωμα που παίζανε τα μικρά κι ύστερα αφέθηκε στο ρεύμα που θα τον οδηγούσε στο σημείο που άναβε την περιέργεια του.
Στριφογύρισε λίγο σαν σβούρα, γύρω από τον εαυτό του, κοιτώντας για τίποτε παράξενο κι αφού βεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά ότι η καχυποψία του ήταν περιττή, προχώρησε αδίστακτα έως τα πολλά λεπτοφυή που σχηματίζανε φυσική κουρτίνα. Εδώ θα κοντοσταθεί διστακτικά.
Να την τραβήξει, να μην την τραβήξει; το φως δεν είναι άπλετο. Η περιέργεια είναι που περισσεύει. Και για αυτό θα περάσει. Αργά κι αθόρυβα.

Υπάρχει ένας κύκλος από μικρά και μεγάλα, λευκά, κίτρινα, καφέ, πολύχρωμα όλα μέσα στις φορεσιές τους. Και στην μέση του κύκλου, ο όμορφος χρυσαφής -δάσκαλος να είναι;- εκθαμβωτικός με κινήσεις που μαγεύουν.
Όλα σταματούν για δευτερόλεπτα. Ο Χρησαφής τον βλέπει και με βαθιά φωνή τον καλωσορίζει. «Αγαπητοί μου, έχουμε ένα καινούργιο μέλος στην συντροφιά μας. Πλησίασε, πλησίασε. Μη φοβάσαι. Στην παρέα μας χωράνε όλοι. Ποιος σε σύστησε χρυσέ μου;»
«Κανένας»
«Κανένας; Και πως μας βρήκες; Νόμιζα ότι είμαστε μακριά από αδιάκριτα βλέμματα»
«Με συγχωρείτε….αλλά περνώ κάθε μέρα απ΄ έξω. Μου άρεσε το σύσκιο και θέλησα να το γνωρίσω»
«Αχα….σ άρεσε το σύσκιο…..Καλό αυτό. Και σ εμάς ξέρεις το πολύ φως δημιουργεί προβλήματα στα μάτια…Γι αυτό και ….συνεδριάζουμε εδώ…»
«Συνεδριάζετε» απόρησε το μικρό
«Ναι, τι το παράξενο; Κάνουμε συνεδρίες…πως αλλιώς να το θέσω;»
«Κατάλαβα…κάτι σαν…Η θεία μου που έχει αγοραφοβία, πηγαίνει σε συνεδρίες θεραπευτικές. Κάτι τέτοιο είναι κι εδώ;»
«Ακριβώς αγαπητέ μου…Μας χαρίζεις το ονοματάκι σου;»
«Λίλης Γαϊτανουρίδης»
«Λίλης; Ωραία…καλωσόρισες Λίλη στην παρέα μας. Τα επώνυμα δεν χρειάζονται εδώ»
Ο Λίλης κοίταξε δεξιά-αριστερά, μάλιστα νόμισε ότι διέκρινε δυο πρωτοξάδερφά του, τον Μίνω Γύλο και την Θεώνη Χειλούτσα αλλά παρόλα ταύτα είπε, πως δεν ήταν σίγουρος ότι θα ξαναρχόταν, θα ήθελε πρώτα να δει με τι ασχολούνται και μετά θα αποφάσιζε.
«Κανένας δεν μένει με την βία αγαπητέ Λίλη. Θα σου πω όμως λίγα για την ταυτότητά μας. Μισούμε την βία, τον πόλεμο, το διαζύγιο, την εκμετάλλευση, την πείνα. Δεν ανεχόμαστε να μας χρησιμοποιούν αλλά δεν βλάπτουμε και ποτέ κανέναν. Η μόνη περίπτωση που μπορούμε να αντιδράσουμε, είναι εάν κινδυνέψουμε. Λογικό δεν νομίζεις;»
«Σωστά» απάντησε ο Λίλης και κοίταξε την ώρα του… «Δηλαδή είστε κάτι σαν CLUB;»
«Ωραίο κι αυτό…Πως δεν το είχα σκεφτεί. Ακριβώς είμαστε κάτι σαν κλαμπ» απάντησε ο Χρυσαφής και προέτρεψε το κοινό του να χειροκροτήσουν τον νεοφερμένο.
«Και τι πρέπει κανείς να κάνει για να γίνει μέλος τού κλαμπ;» ρώτησε ο Λίλης και ξανακοίταξε το ρολόι του.
«Βλέπω βιάζεσαι Λίλη. Σκαστός είσαι;»
«Μάλιστα κύριε» απάντησε και ντράπηκε γιατί δεν είχε απαιτήσει περισσότερες ελευθερίες από τους δικούς του.
«Φύγε τότε, και θα σου πω τον πρώτο όρο για να γίνει κάποιος μέλος μας. Ποτέ το μέλος, δεν μιλάει για μας, σε Κ-Α-Ν-Ε-Ν-Α-Ν»
«Δεν θα μιλήσω κύριε. Σας ορκίζομαι»
«Για το καλό σου χρυσέ μου πρώτα» είπε ο Χρυσαφής «Εξ άλλου γρήγορα σε περιμένουμε στην συντροφιά μας»
«Ευχαριστώ κύριε. Και πότε είναι η άλλη συνεδρία;»
«Σαν νέο μέλος, έλα αύριο την ίδια ώρα. Θα μιλήσω πάλι εγώ. Τις άλλες ώρες μιλούνε οι βοηθοί μου»
«Και ποιο θα είναι το θέμα της αυριανής συνεδρίας κύριε;»
«Ο χρόνος Λίλη. Αύριο θα μιλήσουμε για τον χρόνο» είπε ο Χρυσαφής και στράφηκε στα μέλη που βρίσκονταν γύρω του. «Χαιρετήστε τον Λίλη αγαπητοί μου»
Σαν ζητωκραυγή σηκώθηκαν οι φωνές όλων τους
« Για σου Λίλη….σαν ξαναρθείς…απ την ανία σου θα βγεις»
« Για σου Λίλη….σαν ξαναρθείς…απ την ανία σου θα βγεις»
« Για σου Λίλη….σαν ξαναρθείς…απ την ανία σου θα βγεις»

Ο Λίλης έφυγε κι ο απόηχος τον ακολούθησε αρκετά. Μετά σκέφτηκε το αυριανό θέμα. Θα μιλούσαν για τον χρόνο! Ένοιωσε σπουδαίος. Μετά ένοιωσε ακόμα πιο σπουδαίος που έκαμε και κάτι χωρίς να ρωτήσει τους δικούς του. Μόνο σαν πλησίασε και το γνώριμο ζεστό ρεύμα θα τον οδηγούσε στο κρεβάτι του, άρχισε να μικραίνει, «ο φόβος φταίει» σκέφτηκε «Πρέπει να υψώσω το παράστημα μου» ξανασκέφτηκε «Στο κάτω-κάτω τι κακό θα κάνω; Μαθήματα φιλοσοφίας θα παρακολουθήσω»
Μέσα, όλοι, παίρνανε την σιέστα τους. Αυτή η συνήθεια, τους είχε μείνει από χρόνια, έλεγε ο πατέρας του. Απ΄ όταν είχανε φιλοξενήσει μια μακρινή συγγενή, που είχε έρθει καταταλαιπωρημένη από το Μεξικό. Εκεί, λέει, κάθε μεσημέρι, κάθε τι σταματούσε. Κι ο καθείς καθόταν όπου έβρισκε και καλυμμένος στο μεγάλο του σομπρέρο, έπαιρνε έναν καλό υπνάκο, ως που να πάρει να δροσίσει. Την σιέστα, οι οικογένεια την κρατούσε μυστική από το σόι των Γαϊτανούριδων, που πάντα γύριζαν σαν σβούρες κι έτρεχαν με διακόσια και που θεωρούσε την χαλάρωση Αστική συνήθεια και άρα κατακριτέα.
Ο Λίλης, ξάπλωσε στην περίτεχνη αιώρα του από φύκια καμωμένη και λικνίστηκε ελαφρά ως που τον πήρε ο ύπνος. Ονειρεύτηκε τον χρόνο.

«Σήκω! Κοντεύει η ώρα για το δείπνο» άκουσε τη φωνή της μητέρας κι ο μικρός του αδελφός έδωσε μια στην αιώρα και τον τουμπάρισε γελώντας.
Η ώρα, η μέρα, ο χρόνος, γενέθλια, πρωτοχρονιά, Millenium, καλλεντάρια, το δέντρο του χρόνου, ρολόγια, ρολογάδες, δεν έχω χρόνο, έφαγες τον χρόνο μου, θα μου φας την ώρα, σκοτώνω την ώρα μου, ο χρόνος είναι χρήμα, ο χρόνος είναι κρίμα, ημερολόγια, ημεροδείκτες.
«Τι θα πει κοντεύει η ώρα;» ακολουθεί τη μάνα από κοντά. Εκείνη ανοίγει δυο τεράστια ψαρίσια μάτια. «Πρώτη φορά το ακούς αυτό; Θα πει μίκρυνε η απόσταση από την στιγμή που θα πάρουμε το δείπνο μας»
«Η απόσταση δεν είναι άλλο από τον χρόνο;» Ο πατέρας κάτω από το αμπαζούρ που είχαν φτιάξει από το κέλυφος μιας Πίνας, σήκωσε προς στιγμήν τα μάτια, «τι ρωτάει αυτό το παιδί τώρα;» αναρωτήθηκε και ξανάπεσε στο διάβασμα του αγαπημένου του περιοδικού.
«Εκτός της απόσταση του ενός αντικειμένου από το άλλο, του ενός σπιτιού από το άλλο, της μιας πόλης από την άλλη, υπάρχει και απόσταση ενός γεγονότος από κάποιο άλλο. Ας πούμε Χρονική Απόσταση. Για να καταλάβεις, από το πρωί στις οκτώ, έως τώρα, η χρονική απόσταση είναι δώδεκα ωρών. Κατάλαβες;»
«Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί χρειάζεται να μετράς τον χρόνο;»
«Είναι βολικό» απάντά η μητέρα και καθαρίζει μικρούς αχινούς, διαλέγει μικρά ψαράκια, κοκοβιούς, γόνους, και μικρά οστρακοειδή, να φτιάξει την βραδινή κακαβιά»
«Για ποιόν είναι βολικό; Για εμάς;»
«Και βέβαια. Για ποιόν άλλον;»
«Και που βολεύει;»
Η μητέρα σκουπίζει τα χέρια της σε μια πετσέτα, κάθεται και παίρνει τον Λίλη ανάμεσα στα πόδια της.
«Κοίταξε Λίλη. Όταν υπάρχει αυτή η τακτικότητα των ωρών και γνωρίζουμε ότι η μία διαδέχεται την άλλη, νοιώθουμε μια σιγουριά»
«Γιατί; Αφού μπορούμε να ζήσουμε κι αλλιώς»
«Τώρα, η πρόοδος το απαιτεί. Δεν ζούμε πλέον Λίλη, στην εποχή των Δεινοσαύρων. Πρέπει να γνωρίζουμε τι θα κάνουμε, πόση ώρα διαρκεί, ώστε να τα προλαβαίνουμε όλα. Διότι έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις. Κάποτε τα πράγματα ήσαν πολύ διαφορετικά. Τότε μόνο η επιβίωση είχε αξία. Ύστερα, είναι πολύ καλό αυτό, πολύ παρηγορητικό θα έλεγα»
«Γιατί;»
«Να, αν μια μέρα δεν είναι και τόσο καλή, λέμε, ώρες είναι θα περάσουν. Θάρθει η αυριανή κι όλα θα είναι καλύτερα. Αυτή η συνέχεια του χρόνου, μας αλαφρώνει στα δυσάρεστα. Γι αυτό και λένε «ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός»
«Κι όταν ην μέρα είναι καλή και δεν θέλεις να τελειώσει;»
Ο μπαμπάς ξανακοίταξε τον κανακάρη του πάνω από τα γυαλιά του. «Να δεις που αυτός ο μικρός θα γίνει κάποτε πολύ μεγάλος» σκέφτηκε και χαμογέλασε κρυφά.
Η μητέρα τον αγκάλιασε σφικτά και του εξήγησε ότι και τα ωραία είναι απαραίτητο να τελειώνουν, διαφορετικά χάνουν την λάμψη τους. Γίνονται συνήθεια. Κι η συνήθεια, σκοτώνει. Ζωές, μυαλά, σχέσεις. «Όλα είναι ωραία σχεδιασμένα γιε μου…» προσπάθησε να τελειώσει η μητέρα την κουβέντα «….αρκεί να μη θέλεις να μουτζουρώσεις το σχέδιο του Μεγάλου Σχεδιαστή»
«Και πως μπορεί κανείς να το μουτζουρώσει το σχέδιο του Μεγάλου Σχεδιαστή;» απόρησε ο Λίλης και περίμενε από το στόμα της την απάντηση.
«Με το να πάψει να σέβεται τη ζωή του, η την ζωή των άλλων». Σηκώθηκε η μητέρα και ανακάτεψε προσεκτικά την κακαβιά, να μην διαλύσουν τα μικρόψαρα.
«Πάλι ψαρόσουπα θα φάμε» γκρίνιασε ο μικρότερος.
«Λέγε Δόξα τω Θεώ που τρως αντί να τρώγεσαι» τον κατσάδιασε η μητέρα και ο πατέρας ένιωσε περηφάνια για την σοφή του σύζυγο.


Η ημέρα ξημέρωσε κι ο Λίλης, βούρτσισε νευρικά τα δόντια του. Νευρικά διάλεξε φρέσκο πουκάμισο, από τα δώδεκα ίδια που είχε. Ένα γλυκό καστανό, με πέντε γαλαζωπές ραβδώσεις στα πλάγια.
Κι η μητέρα του φορούσε ίδια χρώματα μ αυτόν και με τον αδελφό του. Μόνον ο πατέρας, είχε το δικαίωμα να φορά ανοιχτότερα χρώματα και να έχει στον γιακά μια γαλαζωπή σειρά, με κόκκινο ρέλι στην βάση του κεφαλιού. Σαν μεγάλωνε, θα αποκτούσε το δικαίωμα του πατέρα του, στο κόκκινο ρέλι. Προς ώρας, ήταν το «παιδί της μαμάς» όσο κι αν τον ενοχλούσε αυτό κάποτε.
Όλοι στο σπίτι, ετοιμάζονται για την πρωινή εξόρμηση. Ο μικρός του αδελφός τον ενοχλεί διαρκώς, παραπονιέται στην μητέρα του «Η νευρικότητα καλέ μου, είναι χαρακτηριστικό μας. Από το να είμαστε οκνοί, καλύτερα έτσι, δεν νομίζεις;» ρώτησε και βγήκε πρώτη κοιτάζοντας δεξιά αριστερά και συνέχισε.
«Δεν απομακρύνεστε από κοντά μας. Πάμε σύρριζα στο ανάχωμα. Δεν κυκλοφορούμε σε εθνικές αρτηρίες και ούτε καν ονειρευόμαστε τα Διεθνή περάσματα Και πάντα, ταξιδεύουμε με πέμπτη»
«Κάθε μέρα τα ίδια μας λες» παραπονέθηκε ο μικρότερος.
«Αυτοί είναι οι κανόνες της επιβίωσής μας. Τους έλεγα και θα τους λέω μέχρι να ενηλικιωθείτε»
«Έτοιμοι;» ακούστηκε η φωνή τού πατέρα που γυάλιζε κατακάθαρος και φρέσκος. «Έτοιμοι;» ρώτησε η μητέρα ελέγχοντας τα μικρά της.
«Έτοιμοι!» απαντούν κα οι μικροί κι ορμάνε με ταχύτητα στην γαλάζια λεωφόρο.

Ο Λίλης, χαίρεται που θα περάσει πάλι από το κρυφό κλάμπ. Αφήνει τον αδελφό του να προηγηθεί και καθυστερεί γυρνώντας γύρω από τον εαυτό του.
Θα ήθελε τώρα να δείξει πόσο μεγάλωσε. Να αφήσει την οικογένεια του και να χωθεί στην βραχώδη σπηλιά, με την πράσινη κουρτίνα. Βλέπει όμως απ έξω, κάποιον πολύ επιθετικό, με χρώματα παραλλαγής, να κάνει βόλτες και συγχρόνως αισθάνεται την μητέρα του να τον παίρνει σχεδόν σηκωτό.
«Σου έχω πει να μην κοντοστέκεσαι ποτέ…Οι Δράκοι και οι Δράκαινες παραμονεύουν ανά πάσα στιγμή. Έπειτα εδώ το μέρος, δεν έχει και τόσο καλή φήμη. Ποτέ μην ξεχνάς από πού προέρχεσαι. H μεγάλη οικογένεια των Labridae, παλιά και ονομαστή, έχει δώσει κάπου εξήντα νεότερες οικογένειες, που συνέχισαν το έργο τους πιστοί στις παραδόσεις και τα υψηλά φρονήματα. Ένας τέτοιος γόνος λοιπόν, δεν πρέπει να κάνει σφάλματα»
«Μα τι σφάλμα έκανα;»
«Κινήθηκες γύρω από τον εαυτό σου, αφήνοντας τον μικρό σου αδελφό απροστάτευτο»
Ο Λίλης σιώπησε. Μόνο δεν έβλεπε την ώρα να μεσημεριάσει.

Σαν το φως πήρε να γίνεται γαλακτώδες με αποχρώσεις πρασινογάλαζες, κοίταξε τους γονείς και τον αδελφό του να κοιμούνται πλαγιαστά στις καφετί αιώρες τους.
Σαν χέλι γλίστρησε και ξύνοντας τον δρόμο με την ταχύτητα του, έφτασε στην είσοδο του κλαμπ. Παραμέρισε την κουρτίνα και μπήκε. Τα μάτια του προσαρμόστηκαν στο μισοσκόταδο γρήγορα.

Ο κύκλος σήμερα μεγαλύτερος. Ο Χρυσαφής στο κέντρο όρθιος και υπέρλαμπρος μέσα στα στολίσματά του. «Καλωσορίσετε το νέο μας φίλο» διέταξε και όλοι κραυγάσανε «Χαίρε, Λίλη, Χαίρε Λίλη» τόσο δυνατά, ώστε ο Λίλης φοβήθηκε μήπως ξυπνήσουνε οι δικοί του.
«Χαίρετε» απάντησε και κάθισε ανάμεσα τους.
«Σήμερα λοιπόν αγαπητοί μου, θα σας μιλήσω για τον χρόνο»
Δεν κάνω τίποτα κακό, σκέφτεται ο Λίλης, μόνον μαθήματα φιλοσοφίας.
«Λοιπόν θα αρχίσω από τα απλά» συνέχισε ο κύριος Χρυσαφής «Ο χρόνος, μετριέται με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος, είναι αυτός που διδάσκουν οι δάσκαλοι, που μας μαθαίνουν οι γονείς, που γράφουν οι ημεροδείκτες. Ο άλλος είναι αυτός που εδώ θα μάθετε με απλά κατανοητά μαθήματα. Θα επανέλθω όμως στην ουσία.
Οι διαστάσεις αγαπητοί μου, δηλαδή, μήκος, πλάτος, ύψος, βάθος, βάρος, χρόνος, χώρος, όλα είναι δημιουργήματα αναγκών καθημερινών. Όλα ανακαλύφθηκαν για να ευκολύνουν την ζωή μας. Και το αποτέλεσμα;»
Σιωπή στο ακροατήριο.
«Το αποτέλεσμα;» ξαναρωτά βροντόφωνα ο δάσκαλος.
Σιωπή νεκρική. Ψαρίσια μάτια. Ακινησία καθολική.
«Γίναμε σκλάβοι τους!» ουρλιάζει ο δάσκαλος και από την ομήγυρη ακούγεται ένα απελπισμένο «ΟΧΙΙΙ!»
«Ναι, αγαπητοί μου. Γίναμε σκλάβοι των διαστάσεων. Οι διαστάσεις είναι όρια. Συρματοπλέγματα. Φτιάχτηκαν αγαπητοί μου, διότι τους φόβισε το αχανές. Θελήσανε όλα να τα βάλουν σε μια σειρά. Γιατί στην ακαταστασία δεν έβρισκαν τον εαυτό τους. Κομπλεξικοί λοιπόν αγαπητοί μου, καθιερώσανε τις διαστάσεις. Διότι έτσι μπορούσαν να ξεγελούν τον εαυτό τους. Πως εφόσον ήσαν σε τάξη τα πάντα, άρα και ο εσωτερικός τους σκουπιδότοπος είχε φροντιστεί.
Αυταπάτη, αγαπητοί μου. Ψευδαίσθηση. Ο Θεός αγαπητοί μου, την πλήρη αταξία, δεν την έφερε σε τάξη για κανέναν άλλο λόγο. Παρά μόνον για…..Ξέρετε ποιος είναι ο λόγος;»
«ΟΧΙΙΙΙ!» ακούγεται η ομήγυρης σε πλήρη συμφωνία.
«Την έφερε σε τάξη, για να βρεθεί ο ένας, η οι πολλοί, που θα τολμήσουν να την φέρουν πάλι, στην αρχική της κατάσταση! Την Θεϊκή αναρχία! Και ποιοι είναι αυτοί οι ικανοί για τέτοια πράξη; Ξέρετε;»
«ΟΧΙΙΙΙΙ»
«Εσείς! Μάλιστα εσείς! Να σας ακούσω να το λέτε»
«Εμείς! Εμείς! Εμείς!»
«Εσείς θα καταργήσετε την αρμονία τους. Τους ηλίθιους νόμους τους. Εσείς θα πάτε ακόμα πιο πέρα. Θα είστε οι πρώτοι, που θα καταργήσετε τις διαστάσεις τους. Θα τους πολεμήσετε με τα όπλα τους. Κάτω ο χώρος! Κάτω ο χρόνος! Φωνάξτε μαζί μου»
«Κάτω ο χώρος! Κάτω ο χρόνος!»
Βούιξαν τα τοιχώματα από τις ομαδικές κραυγές.
«Εγώ θα σας οδηγήσω πέρα από τις διαστάσεις. Θα σας ανεβάσω στους εφτά ουρανούς! Εγώ θα σας δείξω τον τρόπο να ξεπεράσετε τον εαυτό σας. Θα περνάτε μέσα από βράχους και ηφαίστεια, θα ταξιδεύετε με την ταχύτητα του φωτός, θα μάθετε να εκτοξεύεστε στα πλανητικά συστήματα, θα παίρνετε μέρος στους χορούς των φαινομένων. Θέλετε;»
«ΝΑΙΙΙΙΙ!»

Ο Χρυσαφής κάτι διέταξε δυο παλιά μέλη κι εκείνα ανάψανε μια φωτιά στο κέντρο της αίθουσας. Ρίξανε μέσα διάφορα άγνωστα φυτά και κόκκινα φύλλα, κομμάτια ξύλων σαν κανέλλα κυλινδρικά, βλαστούς που θυμίζανε αρμυρίκια.
«Και τώρα αγαπητοί μου θα σας αποκαλύψω, με ποιόν τρόπο έφταναν σε έκσταση μεγάλοι μάντεις, σαν την Πυθία, τις Ιέρειες του Ασκληπιού, θνητοί η ημίθεοι, για να γιατρέψουν από τον πόνο, την νοσταλγία και την απώλεια. Ο Παήων στις πληγές του Άρη και του Άδη, ο Πάτροκλος στην πληγή του Ευρύπολου, η Ελένη τέτοια έχυσε στο κρασί του Τηλέμαχου και η Κίρκη η μάγισσα ανακατεμένα με σιτάρι, για να λησμονήσει ο Οδυσσέας την Ιθάκη του. Και μετά, στην Πάτμο ο Ιωάννης, πως νομίζετε ότι έγραψε την Αποκάλυψη; Έτσι!» είπε και στάθηκε πάνω από τους καπνούς κάνοντας βαθιές εισπνοές.


Ο Λίλης ο Γαϊτανουρίδης, κατάφερε να φτάσει στην σπιτική του αιώρα, αφού προηγουμένως, κινδύνεψε να χαθεί από προσώπου γης αρκετές φορές. Την πρώτη από ένα κοκκινοντυμένο σαν αστακό οπλισμένο ένστολο, μετά από μια Δράκαινα, και τέλος από ένα τεράστιο αρματοφόρο.
Ξαφνικά ένιωσε τόση ευτυχία, που έσκασε σαν βόμβα. Τα κομμάτια του εκτινάχτηκαν μέχρι το ταβάνι του δωματίου του, φλεγόμενα κι εκρηκτικά, ανοίξανε την οροφή και διέσχισαν το μπλε που τον χώριζε από τον άπιαστο ουρανό. Εκεί ξαναενώσανε, έγινε πάλι ο Λίλης ο Γαϊτανουρίδης, αλλά ήταν μόνος κι επί πλέον δεν μπορούσε να ν αναπνεύσει. Τότε εμφανίστηκε η ξαδέρφη του η Θεώνη Χειλούτσα
που όμως, όλο άλλαζε πρόσωπα και του έλεγε ότι είναι ο Ζωδιακός κύκλος, και αν είχε διάθεση μπορούσε να τον μάθει να προφητεύει το μέλλον. Κι έγινε Κριάρι που τον κυνήγησε, κι ύστερα Ταύρος και Λιοντάρι, Σκορπιός φαρμακερός, κι ο Τοξότης τον πέτυχε στο Δόξα Πατρί. Να πέσει σε πυρετό να πεθάνει. Ώσπου ήρθε ο Υδροχόος και τον έλουσε με νερό δροσερό, θεραπευτικό, κι ο ζυγός τον περίμενε υπομονετικά, να τον δικάσει για την ανομία του. Αλλά τότε φάνηκε η Παρθένος. «Συγχωρημένος»
του είπε «Μα να ξέρεις, η κοινωνία είναι η ασπίδα σου. Κι όσο κι αν κάνει λάθη, δεν
παύει να σε προστατεύει απ΄ όσους σε θέλουν έρμαιο, έξω από τα τείχη της»
Μετά, η Θεώνη η Χειλούτσα, ξαναπήρε το αρχικό της πρόσωπο που όμως φούσκωνε κι όλο φούσκωνε έτοιμο να εκραγεί. Ο Λίλης άρχισε να τρέχει να τρέχει, φωνάζοντας «Δεν θα το ξανακάνω….δεν θα το ξανακάνω….δεν θα το ξανακάνω….»

«Τι δεν θα ξανακάνεις αγόρι μου; Τι έβλεπες μέσα στον πυρετό σου; Εσύ είσαι πρότυπο γιε μου. Ποτέ δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι κακό…έτσι δεν είναι;»
Ο Λίλης ο Γαϊτανουρίδης, άνοιξε τα μάτια του. Βρισκόταν στο δροσερό του δωμάτιο, στην ωραιότερη φυκιάδα της περιοχής, με όλους τους αγαπημένους του γύρω.
Και ξαφνικά, αγάπησε τα βραχώδη σύνορα που τον χώριζαν από τον κόσμο εκεί έξω. Αγάπησε τους δεσμούς που τον δέσμευαν με τους αγαπημένους. Αγάπησε το σώμα του που σιγά-σιγά αποκτούσε το βάρος του. Αγάπησε τις διαστάσεις του πατέρα του, και την απόσταση την χρονική που χώριζε την γέννησή του, από την γέννηση του μικρού του αδερφού. Αγάπησε και τον χρόνο, έτσι όπως τον καθορίζουν οι δάσκαλοι, οι γονείς και οι ημεροδείκτες.
«Σε πόση ώρα τρώμε;» ρώτησε, πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό του αδερφό και είχε την βεβαιότητα ότι άγγιζε τον Θεό.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008




ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΒΑΡΚΕΣ


Όταν η μάνα κι ο πατέρας ήταν νιόπαντροι, πήγαν στο σπιτάκι στο βουνό, φυτεύανε δεντράκια οπωροφόρα και λέγανε θα ζήσουνε στον Παράδεισο. Ο πατέρας γελούσε με την μανία της μαμάς, να φυτέψει σε τέτοιο υψόμετρο, έλεγε ότι δεν μπορούν να «πιάσουν» κάτω από τον ίσκιο των αιωνόβιων θεόρατων δέντρων κι εκείνη επέμενε, ότι δεν χάνουν τίποτα να προσπαθήσουν, εξάλλου το δάσος απείχε πεντακόσια ολόκληρα μέτρα από την αυλή τους. Ο πατέρας δεν της χαλούσε χατίρι.
Με το που έμπαινε ο χειμώνας όμως, όλα τα δεντράκια της μάνας, εγκαταλείπανε την προσπάθεια να επιβιώσουν και πέφτανε στην αιώνια νάρκη, με την ευχαρίστηση ότι κάποιος, πίστεψε σε περισσότερες δυνατότητες απ΄ όσες είχαν.
Μόνο οι τριανταφυλλιές της, σ όλους τους καιρούς, μεγαλώνανε κι ανθίζανε κι ήταν χαρά, για όποιον έφτανε στο βουνό, να βλέπει ανάμεσα στα χιόνια να προβάλουν τα επίμονα ματάκια, που αψηφούσανε τις εποχές, λες κι έβλεπαν μόνο την Άνοιξη στη ζεστή καρδιά της μαμάς.
Σαν γεννήθηκε ο πρώτος γιος, οι ανάγκες μεγαλώσανε. Ο μπαμπάς τότε, βγήκε στο βουνό, και μαζί με άλλους χαράζανε τα δέντρα, να πάρουνε το ρετσίνι τους.
Η μαμά με το παιδί στην αγκαλιά, φρόντιζε το σπίτι, και μετά έκανε περιπάτους ανάμεσα στις τριανταφυλλιές τους μιλούσε, τις χάιδευε κι υποδεχότανε με τρυφερά φιλιά τα νέα μπουμπούκια. Οι τριανταφυλλιές παίρνανε τ απάνω τους, κορδώνανε κορμούς και κλαριά, πετούσαν προκλητικά τριαντάφυλλα, γυαλίζανε τα φύλλα στον καταγάλανο ουρανό κι ευχαριστούσαν μάτια και ψυχές.
Σαν γεννήθηκε ο δεύτερος γιος, η ζωή μεγάλωσε τις απαιτήσεις της. Ο μπαμπάς τότε, δήλωσε στο δασαρχείο, ότι ήταν διαθέσιμος για πιο βαριά δουλειά, η μαμά έκλαψε, είπε ότι αυτό ήταν ενάντιο στις αρχές και στα όνειρά τους κι ο δασολόγος τον έστειλε με την ομάδα των ξυλοκόπων να κόβουν τα δέντρα που είχανε ένα κόκκινο σταυρό. Έτσι, ο μπαμπάς μπορούσε να λείπει και μέρες από το σπίτι. Σαν όμως επέστρεφε, οι χαρές των παιδιών, και η αναμονή για τη νέα γέννα της γυναίκας του, τον έκαναν να ξεχνάει τις δύσκολες συνθήκες της δουλειάς.
Η μαμά γέννησε ένα ωραίο μικρό αγόρι. Τώρα σαν ήταν μόνη, έπλεκε ζεστά μάλλινα για τον πατέρα και τα δυο μεγάλα παιδιά που βοηθούσανε τον πατέρα στις ελεύθερες ώρες τους κι όταν πνιγόταν από την απουσία τους, έμπαινε στον ροδώνα και έλεγε τραγουδιστά τα παράπονά της, ώστε να μην καταλάβει ο μικρός της γιος πόσο δύσκολη ήταν η ζωή και αρνηθεί να μεγαλώσει.
Οι τριανταφυλλιές μεγαλώνανε, μπλέκανε τα κλαδιά και φτιάχνανε στοές να περνάς και να μη θες να βγεις. Να μεθάς από το άρωμα και την ομορφιά και να μην πιστεύεις ότι υπάρχει κακό στον κόσμο.
«Κάποτε καμάρι μου, σαν μεγαλώσεις και είσαι σε ηλικία που θα κάνεις τη δική σου οικογένεια, εγώ κι ο πατέρας σου θα φύγουμε» είπε μια μέρα ηλιόλουστη η μητέρα τραγουδιστά στον μικρό της γιο.
«Και γιατί θα φύγετε; θα μεγαλώσουμε το σπίτι και θα μας χωρέσει όλους» λέει το αγόρι και θαυμάζει τα τεράστια δέντρα που ανθίζανε.
«Το σπίτι μας χωράει παιδί μου. Η γη όμως είναι πολύ μικρή για να μας κρατήσει όλους επάνω της»
«Τότε θα μας κρατήσει η θάλασσα» αποφασίζει το αγόρι. Θα φτιάξω μια τόσο μεγάλη βάρκα σαν αυτή που έφτιαξε ο Νώε….»
«Μπα; Εσύ δεν έχεις δει ποτέ θάλασσα. Δεν ξέρεις πως είναι, ούτε αν σε φοβίζει»
«Τίποτα δεν θα με φοβίσει εμένα. Αρκεί να είμαστε όλοι μαζί»

Η μητέρα σκέφτηκε ότι ήταν λόγια ενός μικρού που φοβόταν να μείνει μόνο.
«Αγάπη μου, και να φύγουμε εμείς, πάντα θα σας προστατεύουμε και θα φροντίζουμε το καλό σας. Και εγώ λίγο πιο πολύ εσένα πού είσαι το στερνό μου. Δεν θα έχουμε πολλά να σας αφήσουμε αλλά αυτό το μικρό σπίτι και τη λίγη γη, αν την μοιραστείτε δίκαια, και αν προσέξετε, μπορεί και να την αυγατίσετε»
«Εγώ δεν θέλω μερίδιο από τίποτα. Θέλω μόνο αυτά»
«Ποια αυτά καμάρι μου;» απόρησε η μάνα.
«Τα τριανταφυλλόδεντρα»
«Όλα στα τρία θα τα έχετε. Δικαιούνται και τα αδέρφια σου εδώ γη»
«Δεν μ ενδιαφέρει η γη. Αφού δεν μας χωράει όλους μαζί δεν με ενδιαφέρει. Μόνο τα δέντρα θέλω»
«Και τι θα τα κάνεις τα τριανταφυλλόδεντρα μόνο γιε μου;»
«Βάρκα μάνα. Μια βάρκα που θα μας χωρέσει όλους»
Το αγόρι ξέφυγε από το χέρι της και χώθηκε στον ροδώνα αγγίζοντας τους ψηλούς ωραίους κορμούς. Σαν μετά ώρα γύρισε, η μάνα τον ρώτησε αν είχε καρδιά να σακατέψει τέτοιο πλούτο μόνο και μόνο για να φτιάξει μια παλιόβαρκα.
«Δεν χρειάζεται μάνα να τα σακατέψω. Θα τα καλοκλαδέψω, καθώς κάνουμε κάθε χρόνο. Είναι τόσα τα δέντρα, που σίγουρα θα γίνει η μεγαλύτερη βάρκα που έχει ποτέ φτιαχτεί. Και να σου πω κάτι; Δεν θα είναι μια παλιόβαρκα. Θα είναι η βάρκα που θα κρατήσει την οικογένεια μας ενωμένη»
Το αγόρι πήρε ένα μολύβι κι ένα χαρτί κι άρχισε να κάνει υπολογισμούς.
Η μητέρα προχώρησε μπροστά και πήρε να τραγουδάει, σαν να νοσταλγούσε την ζωή που δεν είχε χάσει ακόμα.

Το κακό ήρθε και κανείς δεν το περίμενε. Από καιρό παραμόνευε στα μυαλά κάποιων αλλά, ούτε το ζευγάρι το γνώριζε αυτό, ούτε οι γιοι, που ανοίγονταν στα δάση με τον πατέρα τους, ούτε ο μικρός γιος που ξημεροβραδιαζότανε με το χαρτί και το μολύβι στο χέρι, ούτε ακόμα ο ροδώνας που κόντευε να φτάσει τα κωνοφόρα σε ύψος.
Κι οι άλλοι όμως κάτοικοι, στα γύρω χωριά, ισχυρίζονταν πως τίποτα δεν έμεινε από τις παλιές καταστροφές, για να το φροντίσει ένας καινούργιος πόλεμος. Άραγε ήταν περιττός.
Το πατέρα, τον δασοφύλακα και τους εργάτες τους βρήκε ο πόλεμος στο βουνό. Μετά έκανε μια στροφή και κατευθύνθηκε στην πόλη. Στο πλάτωμα οπού υλοτομούσαν έμειναν. Και οι κορμοί κατά δεκάδες, κομμένοι, φρέσκοι και άχρηστοι.
Τα δυο αγόρια, τα είδαν όλα σχεδόν σαν παιχνίδι. Τραβήξανε τους κορμούς σε μια κατεβασιά όπου αρχίζανε τα εγκαταλειμμένα αρχαία ορυχεία, τους στοιβάζανε σε ωραίες νοικοκυρεμένες ντάνες και τα ξέχασαν.
Ο ροδώνας έπεσε σε θλίψη κι η μάνα κατέβηκε στον κόσμο, να έχει την καλή κουβέντα και την αρωγή στην λύπη της. Πριν κατεβεί, περιδιάβηκε μέσα από τα αγαπημένα της δέντρα τους μίλησε κι έκλαψε. Τα παιδιά την περιμένανε με μπόγους στα χέρια. «Μη φοβάστε. Τι εδώ, τι εκεί. Ότι για όλους και για μας» είπε και κίνησε μπροστά κρατώντας τον τελευταίο γιο σφικτά.

Ο πόλεμος απλώθηκε στη χώρα και πήρε τη μορφή του πόνου. Μετά έγινε απώλεια. Ακολούθησε το πρόσωπο της πείνας κι εκεί κάποιοι δείξανε ένα πρόσωπο που δεν ήταν φανερό. Η μάνα λοιπόν αιφνιδιάστηκε σαν ο μεγάλος της γιος έφερνε φαγητά και σαπούνι, σκεπάσματα και γάλα.
«Πες μου με ποιόν τρόπο μας φροντίζεις» απαίτησε ένα βράδυ αρπάζοντας τον από τον γιακά και καθίζοντας τον κάτω. «Τώρα αμέσως»
«Μην θυμώνεις μάνα» Την καθησύχασε εκείνος. «Ο τρόπος μου είναι τίμιος. Πουλάω ξύλα, η τα ανταλλάσσω με τρόφιμα»
«Και που τα βρίσκεις τα ξύλα γιε; Ο εχθρός έχει κάψει δάση και δάση, τη μια με τις βόμβες του, την άλλη για να μη βρίσκουνε καταφύγιο οι στρατιώτες μας»
Τότε ο γιος αναγκάστηκε να της πει την αλήθεια.
«Αλήθεια λες;» ρώτησε με περίσκεψη.
«Ρώτα και τον αδερφό μου» είπε εκείνος και ο δεύτερος το βεβαίωσε.
«Και πάλι, κάτι δεν με αφήνει ήσυχη» είπε και έξυσε το κούτελο της.
«Νομίζω παιδιά μου…»είπε μετά από ώρα «ότι δεν μας ανήκουν στην ουσία αυτά τα δέντρα. Είναι ένα αγαθό που ανήκει σε όλους τους κατοίκους του χωριού….»
«Τι λες μάνα;» θύμωσε ο μεγάλος και σηκώθηκε όρθιος. «Απ΄ όταν πέθανε ο πατέρας
σαν μεγαλύτερος, έχω τη θέση του. Εγώ φροντίζω την οικογένεια εγώ αποφασίζω τι πρέπει να γίνει»
Η μητέρα στήθηκε απέναντί του με αποφασιστικότητα. «Άκουσε γιε να σου πω, ούτε ο πατέρας σου δεν έπαιρνε απόφαση χωρίς να το συζητήσει μαζί μου. Πολύ λιγότερο εσύ. Λοιπόν αποφάσισα, ότι τα ξύλα αυτά θα μοιραστούνε σε όλα τα σπίτια του χωριού. Αύριο θα το πω σε όλους κι εσείς θα δείξετε που τα έχετε κρύψει ώστε να μοιραστούν δίκαια»
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ» απάντησε ο γιος αλλά χτύπησε μια ομοβροντία πολύ κοντά και η μητέρα τινάχτηκε πίσω χωρίς να βγάλει ανάσα ξανά. Τα παιδιά ορμήσανε απάνω της να την αναστήσουν κι ο μεγάλος κατηγόρησε τον εαυτό του ότι αυτός την σκότωσε και κανένας άλλος.
«Πριν φύγει» είπε ο μικρός ακίνητος «μου υποσχέθηκε τους ροδώνες»
Τα αδέρφια γύρισαν και τον κοίταξαν άφωνα «Η μάνα πέθανε και συ μοιράζεις κληρονομιά;»
«Δεν θέλω κληρονομιά. Μόνο τον ροδώνα»
«Λίγα ζητάς» τον κορόιδεψε ο δεύτερος. «Λίγα μέτρα γη έχει ο ροδώνας;»
«Δεν θέλω τη γη. Κρατήστε την. Τα δέντρα θέλω» είπε ο μικρός και βγήκε στη νύχτα.


Ο πόλεμος τέλειωσε. Τα αγόρια ανεβήκανε στο βουνό και πούλησαν το σπίτι. Μια νύχτα πριν παραδώσουνε το κλειδί, πήγαν και μακέλεψαν τον ροδώνα που δεν είχε ανθίσει από τον καιρό του πατέρα. Πήραν τους κορμούς και τους τράβηξαν στην παλιά στοά, μαζί με τα κομμένα κωνοφόρα.
«Αυτό είναι το κεφάλαιο μας» είπε ο μεγάλος και κατεβήκανε πάλι στην πόλη.
«Θα νοικιάσουμε την μισογκρεμισμένη ταβέρνα του Λόττη» ξαναμίλησε ο μεγάλος.
«Θα φέρουμε τα ξύλα και θα τα μοιράσουμε» είπε ο δεύτερος.
«Εγώ δεν θέλω μοιρασιά. Θέλω μόνο τατριανταφυλλόδεντρα» είπε ο μικρός.

Έτσι κι έγινε. Νοικιάσανε το μισογκρεμισμένο σπίτι, μεταφέρανε τους κορμούς και στήσανε φούρνο να τραβήξει την υγρασία των πολυχρονισμένων δέντρων.
«Το νοίκι στα τρία» είπε ο μεγάλος.
«Στα δυο» είπε ο δεύτερος. «Έτσι κι αλλιώς δεν ζήτησε μερίδιο από το σπίτι και το κτήμα»
«Καλά τότε» υποχώρησε ο μεγάλος κι άρχισε να μοιράζει τους κορμούς. Ένα δικό σου, ένα δικό μου. Δίκαιη μοιρασιά. Μετά μοιράσανε και την αποθήκη.
«Τι θα φτιάχνεις εσύ;» ρώτησε ο ένας τον άλλον
«Εγώ….θα φτιάχνω σταυρούς….πάντα οι άνθρωποι πεθαίνουν» απάντησε ο πρώτος
«Εγώ θα φτιάχνω νυφικά κρεβάτια» είπε ο δεύτερος «πάντα οι άνθρωποι παντρεύονται»
«Κι εσύ; Τι θα κάνεις;» ρώτησαν τον μικρότερο.
«Βάρκες!»
«Βάρκες;»
«Βάρκες!»
«Και σε ποιους θα τις πουλάς;»
«Σε όσους θα έχουν το κουράγιο να ονειρεύονται» απάντησε ο μικρός και περπάτησε ως την πόλη να βρει τα εργαλεία.

Στον καιρό των πολέμων και των επιδημιών, πλούταινε ο μεγάλος αδερφός. Στον καιρό της ειρήνης ο δεύτερος. Ο τρίτος και μικρότερος, θα περίμενε να κοπάσουν πόλεμοι και έρωτες κι ύστερα να θελήσουν οι άνθρωποι να ονειρευτούν.
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΑΝΑΝΤΖΕΡ

Ο καιρός βροχερός. Η ατμόσφαιρα υγρή και τα πάντα γλιστερά ως συνήθως και λίγο περισσότερο. Ο κύριος Θρασύβουλος, τύπος για όλες τις εποχές, γι αυτό και πολλές φορές τον φώναζαν «Θράσο», προσπαθεί να μην ξαναβουτήξει στο νερό, γιατί κάτι κρυάδες και κάτι ψιλοφτερνίσματα, του χτυπούσαν καμπανάκια επερχόμενου κινδύνου. Σκαλώνει λοιπόν στα τοιχώματα της μικρής κυλινδρικής γαλαρίας, προσπαθώντας να αποφύγει τον κεντρικό υπόνομο που περνάει κάτω από την πόλη, κι έχει μάθει ότι ανέβασε επικίνδυνα την στάθμη του. Όταν, νοιώθει να αιωρείται, κι αμέσως μετά μια μέγγενη, να τον σφίγγει από το ραχιαίο του πλευρικό σύστημα, μέχρι καταγμάτων. Στο αμυδρό φως των υπόγειων λαμπτήρων, διακρίνει ένα ολάνοικτο στόμα να χάσκει, πλησιάζοντας τον επικίνδυνα. Τα δόντια διαγράφονται καθαρά, και μόλις που προλαβαίνει να υψώσει τα δυο του χέρια ουρλιάζοντας απεγνωσμένα. «Μήηηηηη! Μήηηηηηη! Τι πάτε να κάνετε κύριε;»
Το πλάσμα, σταματά την κίνηση, και δεν πιστεύει στ αυτιά του.
«Εμένα είπες κύριο;»
«Μάλιστα. Νομίζω πως είστε κύριος. Αν μ αφήσετε λίγο να σας ελέγξω….έτσι! Λίγο πιο λάσκα παρακαλώ….» είπε ο Θρασύβουλος ελευθερώνοντας όλο το πάνω μέρος του κορμιού του «…θα σας πω, ότι εσείς….δεν είστε ένας από εμάς. Σίγουρα δεν είστε ένας από εμάς. Μάλιστα θα έλεγα ότι φέρνετε προς την ανθρώπινη ράτσα. Είστε αγαπητέ μου άνθρωπος…η κάτι παραπλήσιο τουλάχιστον» τέλειωσε παρατηρώντας τώρα ότι το πλάσμα διέθετε ένα χέρι κι ένα πόδι παραπάνω απ΄ ότι οι συνήθεις άνθρωποι.
«Λοιπόν; Τι βγαίνει απ΄ αυτό;» ρωτάει το πλάσμα κι ετοιμάζεται να ανοίξει πάλι το στόμα του.
«Τι βγαίνει; Σας παρακαλώ…Βγαίνει και παραβγαίνει…Είναι ποτέ δυνατόν ένα άτομο του είδους σας, άνθρωπος η κάτι παραπλήσιο, να καταδεχτεί να μαγαρίσει το στομάχι του με εμένα η κάτι παρόμοιο μ εμένα;»
«Και κατά τη γνώμη σου, με τι θα έπρεπε να χορτάσω την πείνα μου; Αν δεν έβρεχε τόσες ημέρες, θα μπορούσα να βρω στα σκουπίδια ωραιότατες τροφές…όμως βρέχει σαράντα ημέρες στη σειρά….που να βγάλω κεφάλι έξω; Θα περιοριστώ κι εγώ σε ότι μου πέφτει στο χέρι» είπε κι ετοιμάστηκε πάλι να ανοίξει το στόμα του.
«Κάπου κάνετε ένα λάθος, κύριε. Δεν έπεσα στο χέρι σας. Το χέρι σας έπεσε επάνω μου. Τέλος πάντων, αν με αφήσετε, σας υπόσχομαι ότι σε δέκα λεπτά, θα έχετε την καλύτερη ανθρώπινη τροφή που μπορεί να βάλει ο νους σας. Γνωρίζω όλους τους δρόμους που οδηγούν στα υπόγεια των αριστοκρατικότερων ζαχαροπλαστείων, στους φούρνους των ωραιότερων εστιατορίων, στις κουζίνες των πιο αρχοντικών σπιτιών»
«Κι αν με γελάσεις;»
«Ο Θρασύβουλος έχει λόγο κύριε. Έπειτα αν σας γελάσω εγώ, πάντα έχετε την δυνατότητα να καταβροχθίσετε κάποιον αδύναμο, του είδους μου….ο νόμος της ζούγκλας βλέπετε δεν μας προστατεύει» έκανε μισοκακόμοιρα.
Το πλάσμα πήγε να γελάσει κι ο Θρασύβουλος πήρε θάρρος. Η αλήθεια είναι ότι ξανα-απόκτησε το θράσος του.
«Σας υπόσχομαι κύριε, πως αν μου χαρίσετε την ζωή, δεν θα το μετανιώσετε. Μπορώ να κάνω πάρα πολλά για ελόγου σας. Τόσα πολλά που δεν βάζει το μυαλό σας»
Το πλάσμα άφησε τον Θρασύβουλο, που έφυγε σκαρφαλώνοντας στα τοιχώματα των υπονόμων και ξάπλωσε αποκαμωμένος σε μια όχθη που δεν την έφτανε το ρεύμα με τα λήμματα της πόλης.


Ο Θρασύβουλος επέστρεψε και χρειάστηκε να τον σκουντήσει να ξυπνήσει…. «Κύριε! Ξυπνήστε. Έτσι που είστε, μπορεί ο ύπνος να μη σας βγει σε καλό….έπειτα κοιτάξτε εδώ τι σας έφερα» σταμάτησε για να δει τις αντιδράσεις του πλάσματος.
Σουβλάκια με μελισσόχορτο και ντιπ λάιμ, Φριτάτα με ζυμαρικά, ντομάτα και αρωματικά, Γαλλικά ψωμάκια βουτύρου κι ένα μπουκάλι Cabernet Sauvignon του 1997. Τέλος εμφάνισε ένα κομμάτι Ελληνικής παραδοσιακής κερασόπιτας.
«Με συγχωρείτε για το ανακάτεμα του μενού, αλλά υπήρχε μια αναστάτωση σε όλα τα υπόγεια….ίσως κάποια μέτρα ιδιαίτερα να παρθούν….δεν είχα περιθώρια επιλογής. Εν ολίγοις, άρπαξα ότι βρήκα μπροστά μου» έκανε μια υπόκλιση και κάθισε απέναντι του να απολαύσει το θέαμα. Το πλάσμα πήγε να ριχτεί με τα μούτρα. Μετά κάτι σκέφτηκε και συγκρατήθηκε. Κάθισε αναπαυτικά και πήρε μαχαιροπίρουνο που είχε φέρει ο Θρασύβουλος, αφού έστρωσε στα γόνατά του την ωραία λευκή πετσέτα που λαμπύριζε μέσα στα γκρίζα χρώματα του υπονόμου. Άρχισε να τρώει αργά-αργά. «Σωστός κύριος!» θαύμασε ο Θρασύβουλος και έγλειψε τα μουστάκια του αυτάρεσκα.

Μόλις έφτιαξε ο καιρός το πλάσμα αποφάσισε να αφήσει τους υπονόμους.
«Που θα πάτε;» ενδιαφέρθηκε το ποντίκι.
«Όπου με βγάλει η άκρη»
«Έτσι χωρίς πρόγραμμα;»
«Ακριβώς»
«Ρωτάω…επειδή, δεν θα ήθελα η σχέση μας να σταματήσει εδώ….βλέπετε σας χρωστάω την ζωή μου»
«Κι εγώ το ίδιο θα μπορούσα να πω» απάντησε το πλάσμα σκεφτικά.
«Τότε, ίσως θα μπορούσαμε να συνταξιδέψουμε. Εγώ, έχω τελειώσει με τις υποχρεώσεις μου, τίποτε δεν με κρατάει εδώ και παντού μπορώ να βρω φίλους»
«Τότε δεν έχω αντίρρηση»
Βγήκανε στο φως του μεσημεριού.
«Θρασύβουλε» είπε τότε το πλάσμα «νομίζω ότι καλύτερα είναι να μπείτε στην τσέπη μου…έτσι εκτεθειμένος ίσως κινδυνεύετε…»
«Ευχαριστώ πολύ, κύριε. Δεν τολμούσα να σας το ζητήσω» είπε και έκανε ένα σάλτο και χώθηκε στην τσέπη του σακακιού του. Άφησε μόνο τα ματάκια του έξω να βλέπει την κίνηση, και την μακριά του ουρά σαν μαντηλάκι σε βραδινό φράκο.
Μόλις περπάτησαν αρκετά το πλάσμα στάθηκε και ρώτησε. «Πάμε για το ποτάμι στο Φάληρο, για το μπαζωμένο στον Κηφισό, η για την χωματερή στα Λιόσια;»
«Ευχαριστώ που ζητάτε την γνώμη μου, αλλά πιστεύω ότι στα Λιόσια…θα μας έκανε καλό λίγος ήλιος στα πονεμένα μας κόκαλα»


Η χωματερή ήταν ένα μεγαλείο χρωμάτων, υλικών και οσμών σε σήψη. Η παρέα περιπλανήθηκε αρκετά, να ξεμουδιάσουν όπως είπαν τα μέλη τους από την χειμωνιάτικη απραγία και σαν πήρε να βραδιάζει, το πλάσμα έστησε ένα καταφύγιο από χαρτοκιβώτια και χώθηκε μέσα.
«Εγώ θα σας αφήσω. Αυτήν την ώρα συνήθως βγαίνω για κυνήγι. Τα λέμε το πρωί» είπε ο Θρασύβουλος και χάθηκε με μια υπόκλιση. Το πλάσμα την πρώτη νύχτα την πέρασε όμορφα-όμορφα. Κάποτε στη μέση της νύχτας άκουσε κάτι φωνίτσες που τον κάνανε να γελάσει καλόκαρδα.
«Έλα, θα του τσιμπήσουμε λίγο τη μύτη και θα φύγουμε»
«Δεν μ αρέσει….μπορούμε να βρούμε κάνα σάντουιτς με τυρί καλύτερα» έλεγε μια δεύτερη φωνή.
«Ας του φάμε λίγο αυτί. Έχουμε έτοιμο γεύμα και θα ψάχνουμε για τυριά…» επέμεινε η πρώτη.
«Καλά τόσο ανόητα είσαστε; Δεν μυρίζετε επάνω του ότι είναι δικός μας;» αναρωτήθηκε θυμωμένη μια νέα φωνή.
«Τι δικός μα; Αυτός είναι τόοοσος και σε τίποτα δεν μας μοιάζει….» απάντησε η προηγούμενη φωνίτσα…
«Εννοώ ότι είναι φίλος μας…έχω μάθει πως είναι προστατευόμενος του Θράσου!»
«Του Θράσου; Πω! Πω! τι πήγαμε να πάθουμε…» οπισθοχώρησαν ομαδηδόν και χάθηκαν στα τενεκέδια της μπύρας.
Από πάνω, το φεγγάρι ολόγιομο φώτιζε τόσο τον ουρανό, που η λάμψη του αφάνιζε τα αστέρια. Το πλάσμα χάθηκε παρακολουθώντας το ταξίδι του φεγγαριού στον ουρανό ώσπου κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε πως ήταν κάποιος άλλος. Τρόμαξε τόσο πολύ όμως από το όνειρο, που ξύπνησε ιδρωμένος.
Από το βάθος, ερχότανε ο θόρυβος των πρωινών απορριμματοφόρων. Σηκώθηκε και περπάτησε στην έρημη χώρα των σκουπιδιών.

Στο σπιτάκι από χαρτόκουτα χώρεσε ένα ωραίο κουτί από ξύλο. Επάνω του έβαλε ένα τσίγκινο ποτήρι που βρήκε λίγο στραπατσαρισμένο, αλλά που με μια πέτρα το έφερε σχεδόν στα ίσια του. Κι ένα ανθοδοχείο, ολοκαίνουργιο το οποίο τον έριξε σε σκέψεις, γιατί οι άνθρωποι πετούν τόσα πράγματα…Το ανθοδοχείο θα έμενε άδειο, αυτή θα ήταν η μοίρα του, αλλά είχε πάνω του ζωγραφισμένα δυο κλαράκια κι αυτό ήταν αρκετό.
Στην χωματερή, το μάτι του χανόταν κι η σκέψη του μαζί. Όλα αυτά τα αντικείμενα, να κουβαλούν από μια ιστορία, να θέλουν να την πουν και στο τέλος κουρασμένα από τα κλειστά αυτιά των ανθρώπων, να την ακουμπούν κουρασμένα στο χώμα αυτό
που δηλητηριαζότανε κάθε στιγμή από τους χυμούς της αποσύνθεσης.
Ένα κίτρινο αδιάβροχο μπουφάν φάνηκε ολοκαίνουργιο στο τελείωμα του όχθου.
«Αυτό θα είναι ότι πρέπει για τον χειμώνα που θα έρθει» σκέφτεται και το γυρίζει πάνω-κάτω θαυμάζοντας το. Ένα αεράκι με την γνωστή μυρωδιά της σαπίλας τον πήρε….Πέταξε το κίτρινο μπουφάν με φόρα «Μέχρι τότε υπάρχει καιρός….» ξανασκέφτεται και παρατηρεί ένα, δύο, τρία φύλλα (μισοκαμμένο είναι, μισοσαπισμένο είναι;) χαρτιού που χορεύουν διστακτικά πάνω, κάτω, πέρα, δώθε, ως να προσγειωθούν δίπλα στα πόδια του. Σκύβει και τα παίρνει. Προσεκτικά. Λίγο να τα πιέσει θα τριφτούν και θα πάνε χαμένα τα γράμματα.
Ο αέρας είναι κύμα. Τα φύλλα είναι το μπουκάλι. Τα γράμματα είναι το μήνυμα. Κάποιος ναυαγός ζητά βοήθεια. Για να σώσει το σώμα του; Την καρδιά, ή την ψυχή του; Κρατά τα χαρτιά προσεκτικά. Θα μπορούσε να υποκύψει στην περιέργειά του και να τα διαβάσει τώρα. Μα είναι κύριος των αναγκών του. Δεν τον τρέχει ο κόσμος. Δεν τον τρέχουν οι άνθρωποι. Δεν τον τρέχει ο χρόνος. Είναι ένα πλάσμα που στέκεται χωρίς ανάγκες, η με ελάχιστες κι ένα γραφτό είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, γι αυτό και θα του δώσει την ανάλογη σοβαρότητα.
Επιστρέφει στο χάρτινο σπίτι του και ξαπλώνει αναπαυτικά. Ο ουρανός δεν καίει πια. Σηκώνει το πρώτο φύλλο και διαβάζει. «Μια φορά κι ένα καιρό….»
Είναι ένα παραμύθι λοιπόν. Χώνεται καλύτερα στην θέση του και διαβάζει μεγαλόφωνα, αργά και σοβαρά.

«Μπράβο…..εξαίσιο….καταπληκτικό!» ακούγεται έξαφνα η φωνή του Θρασύβουλου, ενώ συγχρόνως χτυπά ηχηρά παλαμάκια, δίχως να ξεχνά και τα πόδια του που κάνουν τον δικό τους θόρυβο, πάνω στα ποστιασμένα χαρτιά που είναι ανεβασμένος.
«Μπράβο! Εκπληκτικό! Σου ομολογώ ότι έχω ακούσει κι ακούσει παραμύθια και παραμύθια. Σε καταυλισμούς τσιγγάνων, να μυρίζουν κλεψιά και κακουχία, αγάπες, παλιό βιολί, ταμπούρλο και αρκούδα με βολάν. Σε υπόγεια του κέντρου, να μυρίζουν πάθος, δολιότητα, ελπίδα, διαφθορά και νοσταλγία.
Στα ρετιρέ, να μυρίζουν πούπουλο χήνας κι αχορτασιά, αδιαφορία και σκόνη. Στα παλιά αρχοντικά, τα παραμύθια να μιλάνε σπαστά Ελληνικά, και στα χωριά τα παραμύθια να ψάχνουν να βρουν παιδιά για ν ακουστούνε. Αλλά, αυτό που άκουσα παρόλο μισό, μισό δεν είναι;»
«Μισό» απάντησε το πλάσμα.
«Παρόλο που είναι μισό, δείχνει το ύψος, το μέγεθος, την φαντασία του δημιουργού του. Αγαπητέ μου, ούτε ο Άντερσεν δεν έχει συλλάβει κάτι τέτοιο, για να μην πω πως ο σύγχρονος παραμυθάς ο μέγας Κοέλιο, ωχριά μπροστά του…» σταμάτησε και πήρε ανάσα. Μετά κάνει μια υπόκλιση και δίνει το χέρι του σε χειραψία.
«Αγαπητέ μου, τα συγχαρητήριά μου. Τα θερμά μου συγχαρητήρια»
«Ξέρεις, Θρασύβουλε, δεν είναι δικό μου αυτό το παραμύθι…»
«Είναι. Δικό σου είναι»
«Δεν είναι» λέει το πλάσμα κι ανασηκώνεται από την θέση του, μήπως και λύσει ευκολότερα αυτήν την παρεξήγηση. «Δεν είναι δικό μου» επανέλαβε με σθένος.
«Δικό σου είναι! Δικό σου είναι και δεν το ξέρεις!»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες»
«Λέω ότι είναι δικό σου. Σήμερα εδώ, γεννήθηκε ο μεγαλύτερος παραμυθάς όλων των εποχών. Κι εγώ, ο Θρασύβουλος Θρασυβουλίδης, για τους φίλους Θράσος, ο μάναντζερ που θα αναλάβει τα πάντα. Εκδότες, μέσα, πολυμέσα, διαφημίσει, πρες-κόνφερενς, δεξιώσεις, παρουσιάσεις, αποδοχές, εμφανίσεις κ.λ.π. κ.λ.π. Και αρχίζουμε από τα βασικά»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι χρειαζόμαστε γραφική ύλη. Κι επειδή P.C. σε λειτουργία δεν θα βρούμε αρχίζουμε από το παραδοσιακό χαρτί και μολύβι»
Ο Θρασύβουλος χάθηκε και σε δυο ώρες ήρθε κουβαλώντας τα απαραίτητα.
«Συνεχίστε το αριστούργημά σας!» από δω και πέρα, θα σας υπηρετώ πιστά. Εσείς μόνο θα γράφετε» τελείωσε, χτύπησε τα χέρια του σαν να έκλεισε κάποια καλή συμφωνία και ξανάπε «Εμπρός! Επί το έργον»

Ο Αύγουστος ήταν στην μέση του όταν το πλάσμα, παρέδωσε έτοιμο το παραμύθι στον Θρασύβουλο και στο τέλος του, σαν ο ποντικός φάνηκε χοροπηδώντας από σωρό σκουπιδιών σε σωρό κι από μπουκάλι σε τενεκέ. Τελικά, έκανε μια ωραία κατεβασιά από ένα σωλήνα σκουριασμένο για να τελειώσει την κατάβαση με ένα θεαματικό Slalom που θα κατέληγε, σε μια αστεία τούμπα μπροστά στο έκθαμβο πλάσμα.
«Τα νέα είναι αυτά που περιμέναμε. Ένα ταλέντο γεννήθηκε, οι εκδότες κάνουν ουρά, κι εγώ σαν έμπειρος μάνατζερ, διάλεξα τον Number one!»
«Μην τα παραλέτε τώρα…» ντράπηκε το πλάσμα «…είναι μόνο ένα παραμύθι»
Ο Θρασύβουλος κάθισε απέναντί του αφήνοντας προσεκτικά τα χαρτιά του δίπλα. Κούνησε το δάκτυλο του κάτω από τη μύτη του φτωχού πλάσματος σαν να το μάλωνε.
«Είναι Το Παραμύθι!» είπε με στόμφο και συνέχισε με φόρα. «Κι ένα παραμύθι, δεν είναι αυτό που δείχνει στην πρώτη ανάγνωση. Κρύβει νοήματα»
«Μα τι νοήματα κρύβει; Είναι μόνο η ιστοριούλα μιας γάτας, που μεγαλώνει τα πέντε γατάκια της. Κάποτε βρίσκει ένα εγκαταλελειμμένο λυκάκι και το παίρνει να το μεγαλώσει μαζί με τα δικά της. Μεγαλώνουν καλά κι όταν ένα από τα γατάκια αγαπιέται με το λυκάκι, η μαμά-ψιψίνα διώχνει το λυκάκι από το σπίτι, επειδή καταχράστηκε της εμπιστοσύνης της και ξεμυάλισε την μικρή της ψιψινοκόρη. Μάλιστα επικαλέστηκε ότι ήπιαν το ίδιο γάλα, πράγμα που τους έκανε σχεδόν αδέρφια….»
«Χμ…ναι…και η ψιψινοκόρη έπαθε….τέλος πάντων δεν καταλαβαίνεις ότι η πράξη της γάτας, δίνει το μήνυμα;»
«Μα για ποιο μήνυμα μιλάς;»
«Μα είναι ολοφάνερο. Εδώ πρόκειται για την πείνα. Την ανάγκη επιβίωσης. Μπροστά λοιπόν σ αυτήν την ανάγκη, όλοι γινόμαστε ίσοι»
«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι…» κομπιάζει το πλάσμα και κοκκινίζει.
«Αχ εσείς οι μεγάλοι παραμυθάδες. Δεν έχετε αίσθηση της αξίας σας»
«Λέω…μήπως…βρίσκουν στα παραμύθια μέσα, αυτά που οι ίδιοι θέλουν να βρουν…» τολμά να συνεχίσει και βλέπει τον ποντικό να σηκώνεται όρθιος και να φωνάζει.
«Δεν ξέρω τι βλέπουν. Αλλά πες μου τελικά με ποιόν είσαι; Εγώ σου ανοίγω δρόμους κι εσύ σκάβεις λάκκους;»
«Συγνώμη… δεν ήθελα να θίξω κανέναν…αλλά επιμένω πως είναι ένα απλό…»
«Μη συνεχίσεις. Κράτα τη γνώμη σου για σένα. Τίποτα δεν είναι απλό. Αυτό να καταλάβεις. Εκείνο βέβαια που κατάλαβα εγώ, είναι ότι έχεις χαμηλή αυτοεκτίμηση. Πρέπει να κάνουμε κάτι γι αυτό»
«Σαν τι δηλαδή;»
«Ίσως να χρειαστείς κάποια σεμινάρια»
«Τι είδους σεμινάρια;»
«Τόνωσης του ηθικού. Αλλά για τώρα, κάτι άλλο έχει σειρά.»
«Τι πράγμα;»
«Υπάρχει ένα θέμα»
«Τι θέμα;»
«Λοιπόν πρόσεξέ με. Εκεί που διαβάστηκε Το Έργο…όλοι συμφώνησαν ότι το τέλος…»
«Τι έχει το τέλος;»
«Είναι μαύρο. Τόσο δάκρυ σε ένα παραμύθι πάει πολύ»
«Μα έτσι τελειώνει»
«Επειδή εσύ το θες. Όμως πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είσαι πλέον εσύ! Δεν έχεις λόγο μόνον, εσύ» είπε με έμφαση το ποντίκι.
«Και ποιος άλλος έχει λόγο;»
«Οι αναγνώστες σου»
Το πλάσμα γέλασε τόσο πολύ που βγήκε το φεγγάρι κι ακόμα γελούσε.
«Ποιοι αναγνώστες μου; Ακόμα δεν εκδόθηκε» είπε σαν τελείωσε με το γέλιο.
Ο Θρασύβουλος τον κοίταξε αυστηρά.
«Ακόμη. Για να εκδοθεί όμως, πρέπει να αλλάξεις το τέλος»
«Πως γίνεται αυτό;» απόρησε το πλάσμα.
«Έτσι!» απαντά το ποντίκι και κάνει χίλια κομμάτια τις τελευταίες σελίδες του παραμυθιού. Στην συνέχεια ανοίγει το στόμα του και καταπίνει όλα τα κομματάκια. Μέχρις ενός.
«Κάτσε κάτω και ξαναγράψτο»
«Μα δεν μπορώ. Κουράστηκα»
«Από τι; Όλη μέρα κάθεσαι κι εγώ τα φροντίζω όλα. Σου παρέχω την καλύτερη τροφή, σε πλένω, σε χτενίζω, σου κουβάλησα ολόκληρο τραπέζι για να κάνεις την δουλειά σου, μου πέσανε τα νεφρά να σου φέρω ανεμιστήρα και μου λες ότι κουράστηκες; Ας κουράστηκες. Δεν καταλαβαίνεις ότι πλέον δεν ανήκεις στον εαυτό σου;»
«Και σε ποιόν ανήκω;»
«Μα στο κοινό σου αγαπητέ μου. Στο μεγάλο αναγνωστικό σου κοινό. Κάτσε λοιπόν και δούλεψε. Οι αρμόδιοι λένε ότι ο αναγνώστης θέλει Happy End»


Πέρασε ο καιρός. Μια μέρα απλώνει το χέρι και δίνει στον Θρασύβουλο τα χαρτιά του. «Ορίστε. Τελείωσε» είπε.
«Είναι χαρούμενο τέλος;»
«Είναι»
«Μπράβο!» χάρηκε ο ποντικός μάνατζερ, πήρε τα χαρτιά και χάθηκε.
Μετά ώρες εμφανίστηκε καβάλα σ ένα παλιό λάστιχο ποδηλάτου.
«Νενικήκαμεν!»
Ανάγγειλε από μακριά. «Είμαστε έτοιμοι!» είπε και προσπάθησε να ξεκολλήσει τα κολλημένα μαλλιά του. «Σχεδόν έτοιμοι» συμπλήρωσε κι έβαλε μέσα σε μια τσίγκινη λεκάνη με νερό τα πόδια του.
«Σχεδόν;»
«Ναι! Βλέπεις ήταν κάποιος πανεπιστημιακός εκεί, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο γάμος μεταξύ του Λυκόπουλου και της Γατοπούλας, είναι αδύνατος»
«Και γιατί; Αφού αγαπήθηκαν»
«Κουραφέξαλα! Εδώ πρόκειται για την παγκόσμια τάξη. Εφόσον σου λέει, είναι σύμβολα, δεν μπορούμε να μάθουμε στα παιδιά, ότι δεχόμαστε τους γάμους διαφορετικών ειδών. Καθείς εφ ω ετάχθη»
«Μα είναι μόνον ένα παραμύθι» ξαναείπε το πλάσμα και ξεσήκωσε την οργή του ποντικού- μάνατζερ που κλώτσησε την τσίγκινη λεκάνη στην επόμενη ντάνα σκουπιδιών.
«Τα ξανάπαμε! Δεν είναι απλά ένα παραμύθι. Είναι κάτι παραπάνω….» μαλάκωσε τώρα λίγο και συνέχισε «Σου υποσχέθηκα να σε κάνω διάσημο;»
«Μου υποσχέθηκες…αν κι εμένα άλλο με ενδιαφέρει»
«Και τι σ ενδιαφέρει;»
«Απλά, να φτάσει το παραμύθι στα παιδιά…να περάσουν καλά…»
«Έρχεσαι στα λόγια μου λοιπόν. Για να φτάσει το παραμύθι στα παιδιά, πρέπει να γίνεις διάσημος. Για να γίνεις όμως διάσημος, πρέπει να με υπακούς. Για να φτάσεις στην κορυφή χρειάζονται θυσίες»
«Μα εγώ….»
«Δεν είσαι πλέον εσύ! Πάρτο απόφαση!» τσίριξε ο ποντικός και χτύπησε τα πόδια του με μανία κάτω.
«Και ποιος είμαι αν δεν είμαι εγώ;»
«Οι αναγνώστες σου»
«Μα ακόμα δεν ξέρουν πως υπάρχω»
«Σύντομα θα το μάθουν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εσύ, θα τους πεις, αυτά που θέλουν να ακούσουν»
«Μα είσαι σίγουρος ότι αυτά είναι που θέλουν να ακούσουν;»
«Είναι σίγουροι οι αρμόδιοι. Το ξέρεις ότι κάνουν έρευνα αγοράς;»
«Ερευνούν τι; Βλέπεις έχω καιρό να ασχοληθώ με τα…»
«Γι αυτό είμαι εγώ εδώ. Λοιπόν η έρευνα αγοράς δίνει κάποια στοιχεία. Με αυτά βγάλανε το «Προφίλ» του τέλειου παραμυθιού»
«Και ποιο είναι αυτό;»
«1ον να είναι απλό. 2ον να είναι κατανοητό. 3ον να έχει συμπαθητικό ήρωα. 4ον ο ήρωας να υποφέρει, να υποφέρει, να υποφέρει. 5ον ο ήρωας να έχει έναν εχθρό, η αντίζηλο που να του κάνει τη ζωή μαύρη. 6ον ο ήρωας να έχει ένα φίλο η σύμμαχο. 7ον να υπάρχει ένας διπρόσωπος που τη μια πάει με τον ήρωα την άλλη με τον εχθρό του. 8ον να έρχεται η μεγάλη ρήξη. 9ον ο ήρωας να δικαιώνεται και το καλό να νικά»
«Μα αυτές είναι οι δέκα εντολές»
«Εννιά για την ακρίβεια. Αλλά όσες κι αν είναι, αυτές θα τηρήσεις. Προς ώρας κόψε τον γάμο του λυκόπουλου με την γατοπούλα. Ύστερα τι σόι γάμος θα ήταν αυτός; Κατς σκέτο θα ήταν. Ακου γάμος!»
Το πλάσμα θα ήθελε να πει ότι δεν ήταν παρά ένα παραμύθι, αλλά τα είχαν ξαναπεί αυτά και έτσι σιώπησε. Μάλιστα σκέφτηκε, ότι ο Θρασύβουλος, πρώτη φορά του μίλησε τόσο θυμωμένα. Έσκισε λοιπόν τις πέντε τελευταίες σελίδες και κάθισε να διορθώσει το λάθος. Αν απ΄ αυτό κινδύνευε η παγκόσμια τάξη….


Το μεσημέρι εκείνο, Δευτέρα ήταν, ο Θρασύβουλος, ήρθε οχούμενος σ ένα καθυστερημένο απορριμματοφόρο. Πήδηξε ενθουσιασμένος στην χάρτινη σκεπή του κουτόσπιτου και ανήγγειλε:
«Όπου νάναι, θα αρχίσουν τα μεγαλεία. Συνήθιζε σιγά-σιγά στην ιδέα, ότι η ζωή μας αλλάζει. Αυτόν τον χειμώνα, μας βλέπω σε σουίτα στην Μεγάλη Βρετανία»
«Καλά νέα;»
«Όλα καλά! Άρεσε η αλλαγή. Μόνο που στην συνάντηση ήταν μια παιδοψυχολόγος»
«Και; Τι είπε;»
«Είπε ότι η ιδέα που η κυρία ψιψίνα θηλάζει το λυκόπουλο, είναι πολύ γλυκιά, δείχνει το έντονο μητρικό ένστικτο, αλλά- κι εδώ είναι το πρόβλημα- τονίζει ότι ένα λυκάκι εγκαταλείφθηκε από την μητέρα του με το που γεννήθηκε. Η τουλάχιστον, έτσι υπονοείται. Κάτι τέτοιο-είπε- μπορεί να δημιουργήσει στις παιδικές ψυχές φοβίες και ανασφάλειες, πράγμα εντελώς αντιπαιδαγωγικό. Σε παρακαλεί λοιπόν να βρεις μια φόρμουλα για το ….σημείο….Καταλαβαίνεις….»
Το πλάσμα θα ήθελε να ρωτήσει, μήπως θα έπρεπε να γράψουν όλοι αυτοί οι αρμόδιοι τα παραμύθια, σκέφτηκε όμως ότι ο Θρασύβουλος έδειχνε κουρασμένος και σιώπησε.
Διόρθωσε λοιπόν το «λάθος» κι έγραψε ότι μια χιονοθύελλα χώρισε την λύκαινα από το παιδί της, και μάλιστα άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ξανασυναντηθούν.

Ο Θράσος, όταν αυτή τη φορά φάνηκε, φορούσε ημίψηλο και κρατούσε τον απαραίτητο χαρτοφύλακα. Σωστός μάνατζερ.
«Όλα κανονίστηκαν. Υπογράφεις εγώ και μπαίνει τυπογραφείο. Υπογράφεις εδώ, εδώ, εδώ κι εδώ. Αλήθεια πως σε λένε;»
Το πλάσμα σκέφτηκε, σκέφτηκε, σκέφτηκε μετά σαν μια λάμψη πέρασε από τα μάτια του και είπε χωρίς ανάσα. « Παρμενίων Παπαχασοδημητρακοπουλακιδίκης»
Ο ποντικός έπεσε κάτω ξερός από τα γέλια.
«Καλά έκανες και το χες ξεχάσει. Όνομα είναι αυτό; Σκέψου να αρχίσεις να υπογράφεις αυτόγραφα. Χαχαχαχαχαχ» ανάσανε και ανακάθισε. «Λοιπόν, έχουμε δουλειά» είπε και στρώθηκε στο τραπέζι του συγγραφέα, ψάχνοντας το νέο μεγαλειώδες, όπως είπε, όνομα, με το οποίο θα υπέγραφε τα αυτόγραφά του. «Πουλακίδης. Όχι, θυμίζει την νόσο των πουλερικών. Παπαδημήτρης. Όχι, θυμίζει….άστα να πάνε. Δημητρακόπουλος, συνηθισμένο. Παλακίδης, κάπως άσεμνο. Τραλακίδης, τρελούτσικο κομμάτι. Χασοδίκης, χαμένο από χέρι. Πουλάκις, και μη χειρότερα πόσα μπορούν να βγούνε….» απελπίστηκε ο ποντικός και χαλάρωσε να του έρθει κάποια έμπνευση.
«Το βρήκα!» αναφώνησε τελικά και έκανε τρεις τούμπες στον αέρα. «ΘΕΚΛΑ!»


ΤΕΛΟΣ