Μητρότητα

Μητρότητα

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008




ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΒΑΡΚΕΣ


Όταν η μάνα κι ο πατέρας ήταν νιόπαντροι, πήγαν στο σπιτάκι στο βουνό, φυτεύανε δεντράκια οπωροφόρα και λέγανε θα ζήσουνε στον Παράδεισο. Ο πατέρας γελούσε με την μανία της μαμάς, να φυτέψει σε τέτοιο υψόμετρο, έλεγε ότι δεν μπορούν να «πιάσουν» κάτω από τον ίσκιο των αιωνόβιων θεόρατων δέντρων κι εκείνη επέμενε, ότι δεν χάνουν τίποτα να προσπαθήσουν, εξάλλου το δάσος απείχε πεντακόσια ολόκληρα μέτρα από την αυλή τους. Ο πατέρας δεν της χαλούσε χατίρι.
Με το που έμπαινε ο χειμώνας όμως, όλα τα δεντράκια της μάνας, εγκαταλείπανε την προσπάθεια να επιβιώσουν και πέφτανε στην αιώνια νάρκη, με την ευχαρίστηση ότι κάποιος, πίστεψε σε περισσότερες δυνατότητες απ΄ όσες είχαν.
Μόνο οι τριανταφυλλιές της, σ όλους τους καιρούς, μεγαλώνανε κι ανθίζανε κι ήταν χαρά, για όποιον έφτανε στο βουνό, να βλέπει ανάμεσα στα χιόνια να προβάλουν τα επίμονα ματάκια, που αψηφούσανε τις εποχές, λες κι έβλεπαν μόνο την Άνοιξη στη ζεστή καρδιά της μαμάς.
Σαν γεννήθηκε ο πρώτος γιος, οι ανάγκες μεγαλώσανε. Ο μπαμπάς τότε, βγήκε στο βουνό, και μαζί με άλλους χαράζανε τα δέντρα, να πάρουνε το ρετσίνι τους.
Η μαμά με το παιδί στην αγκαλιά, φρόντιζε το σπίτι, και μετά έκανε περιπάτους ανάμεσα στις τριανταφυλλιές τους μιλούσε, τις χάιδευε κι υποδεχότανε με τρυφερά φιλιά τα νέα μπουμπούκια. Οι τριανταφυλλιές παίρνανε τ απάνω τους, κορδώνανε κορμούς και κλαριά, πετούσαν προκλητικά τριαντάφυλλα, γυαλίζανε τα φύλλα στον καταγάλανο ουρανό κι ευχαριστούσαν μάτια και ψυχές.
Σαν γεννήθηκε ο δεύτερος γιος, η ζωή μεγάλωσε τις απαιτήσεις της. Ο μπαμπάς τότε, δήλωσε στο δασαρχείο, ότι ήταν διαθέσιμος για πιο βαριά δουλειά, η μαμά έκλαψε, είπε ότι αυτό ήταν ενάντιο στις αρχές και στα όνειρά τους κι ο δασολόγος τον έστειλε με την ομάδα των ξυλοκόπων να κόβουν τα δέντρα που είχανε ένα κόκκινο σταυρό. Έτσι, ο μπαμπάς μπορούσε να λείπει και μέρες από το σπίτι. Σαν όμως επέστρεφε, οι χαρές των παιδιών, και η αναμονή για τη νέα γέννα της γυναίκας του, τον έκαναν να ξεχνάει τις δύσκολες συνθήκες της δουλειάς.
Η μαμά γέννησε ένα ωραίο μικρό αγόρι. Τώρα σαν ήταν μόνη, έπλεκε ζεστά μάλλινα για τον πατέρα και τα δυο μεγάλα παιδιά που βοηθούσανε τον πατέρα στις ελεύθερες ώρες τους κι όταν πνιγόταν από την απουσία τους, έμπαινε στον ροδώνα και έλεγε τραγουδιστά τα παράπονά της, ώστε να μην καταλάβει ο μικρός της γιος πόσο δύσκολη ήταν η ζωή και αρνηθεί να μεγαλώσει.
Οι τριανταφυλλιές μεγαλώνανε, μπλέκανε τα κλαδιά και φτιάχνανε στοές να περνάς και να μη θες να βγεις. Να μεθάς από το άρωμα και την ομορφιά και να μην πιστεύεις ότι υπάρχει κακό στον κόσμο.
«Κάποτε καμάρι μου, σαν μεγαλώσεις και είσαι σε ηλικία που θα κάνεις τη δική σου οικογένεια, εγώ κι ο πατέρας σου θα φύγουμε» είπε μια μέρα ηλιόλουστη η μητέρα τραγουδιστά στον μικρό της γιο.
«Και γιατί θα φύγετε; θα μεγαλώσουμε το σπίτι και θα μας χωρέσει όλους» λέει το αγόρι και θαυμάζει τα τεράστια δέντρα που ανθίζανε.
«Το σπίτι μας χωράει παιδί μου. Η γη όμως είναι πολύ μικρή για να μας κρατήσει όλους επάνω της»
«Τότε θα μας κρατήσει η θάλασσα» αποφασίζει το αγόρι. Θα φτιάξω μια τόσο μεγάλη βάρκα σαν αυτή που έφτιαξε ο Νώε….»
«Μπα; Εσύ δεν έχεις δει ποτέ θάλασσα. Δεν ξέρεις πως είναι, ούτε αν σε φοβίζει»
«Τίποτα δεν θα με φοβίσει εμένα. Αρκεί να είμαστε όλοι μαζί»

Η μητέρα σκέφτηκε ότι ήταν λόγια ενός μικρού που φοβόταν να μείνει μόνο.
«Αγάπη μου, και να φύγουμε εμείς, πάντα θα σας προστατεύουμε και θα φροντίζουμε το καλό σας. Και εγώ λίγο πιο πολύ εσένα πού είσαι το στερνό μου. Δεν θα έχουμε πολλά να σας αφήσουμε αλλά αυτό το μικρό σπίτι και τη λίγη γη, αν την μοιραστείτε δίκαια, και αν προσέξετε, μπορεί και να την αυγατίσετε»
«Εγώ δεν θέλω μερίδιο από τίποτα. Θέλω μόνο αυτά»
«Ποια αυτά καμάρι μου;» απόρησε η μάνα.
«Τα τριανταφυλλόδεντρα»
«Όλα στα τρία θα τα έχετε. Δικαιούνται και τα αδέρφια σου εδώ γη»
«Δεν μ ενδιαφέρει η γη. Αφού δεν μας χωράει όλους μαζί δεν με ενδιαφέρει. Μόνο τα δέντρα θέλω»
«Και τι θα τα κάνεις τα τριανταφυλλόδεντρα μόνο γιε μου;»
«Βάρκα μάνα. Μια βάρκα που θα μας χωρέσει όλους»
Το αγόρι ξέφυγε από το χέρι της και χώθηκε στον ροδώνα αγγίζοντας τους ψηλούς ωραίους κορμούς. Σαν μετά ώρα γύρισε, η μάνα τον ρώτησε αν είχε καρδιά να σακατέψει τέτοιο πλούτο μόνο και μόνο για να φτιάξει μια παλιόβαρκα.
«Δεν χρειάζεται μάνα να τα σακατέψω. Θα τα καλοκλαδέψω, καθώς κάνουμε κάθε χρόνο. Είναι τόσα τα δέντρα, που σίγουρα θα γίνει η μεγαλύτερη βάρκα που έχει ποτέ φτιαχτεί. Και να σου πω κάτι; Δεν θα είναι μια παλιόβαρκα. Θα είναι η βάρκα που θα κρατήσει την οικογένεια μας ενωμένη»
Το αγόρι πήρε ένα μολύβι κι ένα χαρτί κι άρχισε να κάνει υπολογισμούς.
Η μητέρα προχώρησε μπροστά και πήρε να τραγουδάει, σαν να νοσταλγούσε την ζωή που δεν είχε χάσει ακόμα.

Το κακό ήρθε και κανείς δεν το περίμενε. Από καιρό παραμόνευε στα μυαλά κάποιων αλλά, ούτε το ζευγάρι το γνώριζε αυτό, ούτε οι γιοι, που ανοίγονταν στα δάση με τον πατέρα τους, ούτε ο μικρός γιος που ξημεροβραδιαζότανε με το χαρτί και το μολύβι στο χέρι, ούτε ακόμα ο ροδώνας που κόντευε να φτάσει τα κωνοφόρα σε ύψος.
Κι οι άλλοι όμως κάτοικοι, στα γύρω χωριά, ισχυρίζονταν πως τίποτα δεν έμεινε από τις παλιές καταστροφές, για να το φροντίσει ένας καινούργιος πόλεμος. Άραγε ήταν περιττός.
Το πατέρα, τον δασοφύλακα και τους εργάτες τους βρήκε ο πόλεμος στο βουνό. Μετά έκανε μια στροφή και κατευθύνθηκε στην πόλη. Στο πλάτωμα οπού υλοτομούσαν έμειναν. Και οι κορμοί κατά δεκάδες, κομμένοι, φρέσκοι και άχρηστοι.
Τα δυο αγόρια, τα είδαν όλα σχεδόν σαν παιχνίδι. Τραβήξανε τους κορμούς σε μια κατεβασιά όπου αρχίζανε τα εγκαταλειμμένα αρχαία ορυχεία, τους στοιβάζανε σε ωραίες νοικοκυρεμένες ντάνες και τα ξέχασαν.
Ο ροδώνας έπεσε σε θλίψη κι η μάνα κατέβηκε στον κόσμο, να έχει την καλή κουβέντα και την αρωγή στην λύπη της. Πριν κατεβεί, περιδιάβηκε μέσα από τα αγαπημένα της δέντρα τους μίλησε κι έκλαψε. Τα παιδιά την περιμένανε με μπόγους στα χέρια. «Μη φοβάστε. Τι εδώ, τι εκεί. Ότι για όλους και για μας» είπε και κίνησε μπροστά κρατώντας τον τελευταίο γιο σφικτά.

Ο πόλεμος απλώθηκε στη χώρα και πήρε τη μορφή του πόνου. Μετά έγινε απώλεια. Ακολούθησε το πρόσωπο της πείνας κι εκεί κάποιοι δείξανε ένα πρόσωπο που δεν ήταν φανερό. Η μάνα λοιπόν αιφνιδιάστηκε σαν ο μεγάλος της γιος έφερνε φαγητά και σαπούνι, σκεπάσματα και γάλα.
«Πες μου με ποιόν τρόπο μας φροντίζεις» απαίτησε ένα βράδυ αρπάζοντας τον από τον γιακά και καθίζοντας τον κάτω. «Τώρα αμέσως»
«Μην θυμώνεις μάνα» Την καθησύχασε εκείνος. «Ο τρόπος μου είναι τίμιος. Πουλάω ξύλα, η τα ανταλλάσσω με τρόφιμα»
«Και που τα βρίσκεις τα ξύλα γιε; Ο εχθρός έχει κάψει δάση και δάση, τη μια με τις βόμβες του, την άλλη για να μη βρίσκουνε καταφύγιο οι στρατιώτες μας»
Τότε ο γιος αναγκάστηκε να της πει την αλήθεια.
«Αλήθεια λες;» ρώτησε με περίσκεψη.
«Ρώτα και τον αδερφό μου» είπε εκείνος και ο δεύτερος το βεβαίωσε.
«Και πάλι, κάτι δεν με αφήνει ήσυχη» είπε και έξυσε το κούτελο της.
«Νομίζω παιδιά μου…»είπε μετά από ώρα «ότι δεν μας ανήκουν στην ουσία αυτά τα δέντρα. Είναι ένα αγαθό που ανήκει σε όλους τους κατοίκους του χωριού….»
«Τι λες μάνα;» θύμωσε ο μεγάλος και σηκώθηκε όρθιος. «Απ΄ όταν πέθανε ο πατέρας
σαν μεγαλύτερος, έχω τη θέση του. Εγώ φροντίζω την οικογένεια εγώ αποφασίζω τι πρέπει να γίνει»
Η μητέρα στήθηκε απέναντί του με αποφασιστικότητα. «Άκουσε γιε να σου πω, ούτε ο πατέρας σου δεν έπαιρνε απόφαση χωρίς να το συζητήσει μαζί μου. Πολύ λιγότερο εσύ. Λοιπόν αποφάσισα, ότι τα ξύλα αυτά θα μοιραστούνε σε όλα τα σπίτια του χωριού. Αύριο θα το πω σε όλους κι εσείς θα δείξετε που τα έχετε κρύψει ώστε να μοιραστούν δίκαια»
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ» απάντησε ο γιος αλλά χτύπησε μια ομοβροντία πολύ κοντά και η μητέρα τινάχτηκε πίσω χωρίς να βγάλει ανάσα ξανά. Τα παιδιά ορμήσανε απάνω της να την αναστήσουν κι ο μεγάλος κατηγόρησε τον εαυτό του ότι αυτός την σκότωσε και κανένας άλλος.
«Πριν φύγει» είπε ο μικρός ακίνητος «μου υποσχέθηκε τους ροδώνες»
Τα αδέρφια γύρισαν και τον κοίταξαν άφωνα «Η μάνα πέθανε και συ μοιράζεις κληρονομιά;»
«Δεν θέλω κληρονομιά. Μόνο τον ροδώνα»
«Λίγα ζητάς» τον κορόιδεψε ο δεύτερος. «Λίγα μέτρα γη έχει ο ροδώνας;»
«Δεν θέλω τη γη. Κρατήστε την. Τα δέντρα θέλω» είπε ο μικρός και βγήκε στη νύχτα.


Ο πόλεμος τέλειωσε. Τα αγόρια ανεβήκανε στο βουνό και πούλησαν το σπίτι. Μια νύχτα πριν παραδώσουνε το κλειδί, πήγαν και μακέλεψαν τον ροδώνα που δεν είχε ανθίσει από τον καιρό του πατέρα. Πήραν τους κορμούς και τους τράβηξαν στην παλιά στοά, μαζί με τα κομμένα κωνοφόρα.
«Αυτό είναι το κεφάλαιο μας» είπε ο μεγάλος και κατεβήκανε πάλι στην πόλη.
«Θα νοικιάσουμε την μισογκρεμισμένη ταβέρνα του Λόττη» ξαναμίλησε ο μεγάλος.
«Θα φέρουμε τα ξύλα και θα τα μοιράσουμε» είπε ο δεύτερος.
«Εγώ δεν θέλω μοιρασιά. Θέλω μόνο τατριανταφυλλόδεντρα» είπε ο μικρός.

Έτσι κι έγινε. Νοικιάσανε το μισογκρεμισμένο σπίτι, μεταφέρανε τους κορμούς και στήσανε φούρνο να τραβήξει την υγρασία των πολυχρονισμένων δέντρων.
«Το νοίκι στα τρία» είπε ο μεγάλος.
«Στα δυο» είπε ο δεύτερος. «Έτσι κι αλλιώς δεν ζήτησε μερίδιο από το σπίτι και το κτήμα»
«Καλά τότε» υποχώρησε ο μεγάλος κι άρχισε να μοιράζει τους κορμούς. Ένα δικό σου, ένα δικό μου. Δίκαιη μοιρασιά. Μετά μοιράσανε και την αποθήκη.
«Τι θα φτιάχνεις εσύ;» ρώτησε ο ένας τον άλλον
«Εγώ….θα φτιάχνω σταυρούς….πάντα οι άνθρωποι πεθαίνουν» απάντησε ο πρώτος
«Εγώ θα φτιάχνω νυφικά κρεβάτια» είπε ο δεύτερος «πάντα οι άνθρωποι παντρεύονται»
«Κι εσύ; Τι θα κάνεις;» ρώτησαν τον μικρότερο.
«Βάρκες!»
«Βάρκες;»
«Βάρκες!»
«Και σε ποιους θα τις πουλάς;»
«Σε όσους θα έχουν το κουράγιο να ονειρεύονται» απάντησε ο μικρός και περπάτησε ως την πόλη να βρει τα εργαλεία.

Στον καιρό των πολέμων και των επιδημιών, πλούταινε ο μεγάλος αδερφός. Στον καιρό της ειρήνης ο δεύτερος. Ο τρίτος και μικρότερος, θα περίμενε να κοπάσουν πόλεμοι και έρωτες κι ύστερα να θελήσουν οι άνθρωποι να ονειρευτούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: