Μητρότητα

Μητρότητα

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008


ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΡΕΥΜΑ

Κάθε φορά που περνούσαν από το μέρος εκείνο, καθυστερούσε λίγο, και κρυφοκοιτούσε. Ποτέ κανένας δεν κατάλαβε την περιέργεια του. Πάντα, κοιτούσαν μπροστά. Η ζωή τόσο δύσκολη και σύντομη συνάμα, πού πολυτέλειες για χάσιμο χρόνου. Ούτε σαν κατάφερε να ξεφύγει για λίγο, κατάλαβαν κάτι. Αφού είχαν πέσει στον ύπνο, που πολλά πλάσματα πέφτουνε μετά το κυνήγι του επιούσιου.
Ο Λίλης, πέρασε γρήγορα από τη σιγουριά της οικογένειας, στο άπλωμα που παίζανε τα μικρά κι ύστερα αφέθηκε στο ρεύμα που θα τον οδηγούσε στο σημείο που άναβε την περιέργεια του.
Στριφογύρισε λίγο σαν σβούρα, γύρω από τον εαυτό του, κοιτώντας για τίποτε παράξενο κι αφού βεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά ότι η καχυποψία του ήταν περιττή, προχώρησε αδίστακτα έως τα πολλά λεπτοφυή που σχηματίζανε φυσική κουρτίνα. Εδώ θα κοντοσταθεί διστακτικά.
Να την τραβήξει, να μην την τραβήξει; το φως δεν είναι άπλετο. Η περιέργεια είναι που περισσεύει. Και για αυτό θα περάσει. Αργά κι αθόρυβα.

Υπάρχει ένας κύκλος από μικρά και μεγάλα, λευκά, κίτρινα, καφέ, πολύχρωμα όλα μέσα στις φορεσιές τους. Και στην μέση του κύκλου, ο όμορφος χρυσαφής -δάσκαλος να είναι;- εκθαμβωτικός με κινήσεις που μαγεύουν.
Όλα σταματούν για δευτερόλεπτα. Ο Χρησαφής τον βλέπει και με βαθιά φωνή τον καλωσορίζει. «Αγαπητοί μου, έχουμε ένα καινούργιο μέλος στην συντροφιά μας. Πλησίασε, πλησίασε. Μη φοβάσαι. Στην παρέα μας χωράνε όλοι. Ποιος σε σύστησε χρυσέ μου;»
«Κανένας»
«Κανένας; Και πως μας βρήκες; Νόμιζα ότι είμαστε μακριά από αδιάκριτα βλέμματα»
«Με συγχωρείτε….αλλά περνώ κάθε μέρα απ΄ έξω. Μου άρεσε το σύσκιο και θέλησα να το γνωρίσω»
«Αχα….σ άρεσε το σύσκιο…..Καλό αυτό. Και σ εμάς ξέρεις το πολύ φως δημιουργεί προβλήματα στα μάτια…Γι αυτό και ….συνεδριάζουμε εδώ…»
«Συνεδριάζετε» απόρησε το μικρό
«Ναι, τι το παράξενο; Κάνουμε συνεδρίες…πως αλλιώς να το θέσω;»
«Κατάλαβα…κάτι σαν…Η θεία μου που έχει αγοραφοβία, πηγαίνει σε συνεδρίες θεραπευτικές. Κάτι τέτοιο είναι κι εδώ;»
«Ακριβώς αγαπητέ μου…Μας χαρίζεις το ονοματάκι σου;»
«Λίλης Γαϊτανουρίδης»
«Λίλης; Ωραία…καλωσόρισες Λίλη στην παρέα μας. Τα επώνυμα δεν χρειάζονται εδώ»
Ο Λίλης κοίταξε δεξιά-αριστερά, μάλιστα νόμισε ότι διέκρινε δυο πρωτοξάδερφά του, τον Μίνω Γύλο και την Θεώνη Χειλούτσα αλλά παρόλα ταύτα είπε, πως δεν ήταν σίγουρος ότι θα ξαναρχόταν, θα ήθελε πρώτα να δει με τι ασχολούνται και μετά θα αποφάσιζε.
«Κανένας δεν μένει με την βία αγαπητέ Λίλη. Θα σου πω όμως λίγα για την ταυτότητά μας. Μισούμε την βία, τον πόλεμο, το διαζύγιο, την εκμετάλλευση, την πείνα. Δεν ανεχόμαστε να μας χρησιμοποιούν αλλά δεν βλάπτουμε και ποτέ κανέναν. Η μόνη περίπτωση που μπορούμε να αντιδράσουμε, είναι εάν κινδυνέψουμε. Λογικό δεν νομίζεις;»
«Σωστά» απάντησε ο Λίλης και κοίταξε την ώρα του… «Δηλαδή είστε κάτι σαν CLUB;»
«Ωραίο κι αυτό…Πως δεν το είχα σκεφτεί. Ακριβώς είμαστε κάτι σαν κλαμπ» απάντησε ο Χρυσαφής και προέτρεψε το κοινό του να χειροκροτήσουν τον νεοφερμένο.
«Και τι πρέπει κανείς να κάνει για να γίνει μέλος τού κλαμπ;» ρώτησε ο Λίλης και ξανακοίταξε το ρολόι του.
«Βλέπω βιάζεσαι Λίλη. Σκαστός είσαι;»
«Μάλιστα κύριε» απάντησε και ντράπηκε γιατί δεν είχε απαιτήσει περισσότερες ελευθερίες από τους δικούς του.
«Φύγε τότε, και θα σου πω τον πρώτο όρο για να γίνει κάποιος μέλος μας. Ποτέ το μέλος, δεν μιλάει για μας, σε Κ-Α-Ν-Ε-Ν-Α-Ν»
«Δεν θα μιλήσω κύριε. Σας ορκίζομαι»
«Για το καλό σου χρυσέ μου πρώτα» είπε ο Χρυσαφής «Εξ άλλου γρήγορα σε περιμένουμε στην συντροφιά μας»
«Ευχαριστώ κύριε. Και πότε είναι η άλλη συνεδρία;»
«Σαν νέο μέλος, έλα αύριο την ίδια ώρα. Θα μιλήσω πάλι εγώ. Τις άλλες ώρες μιλούνε οι βοηθοί μου»
«Και ποιο θα είναι το θέμα της αυριανής συνεδρίας κύριε;»
«Ο χρόνος Λίλη. Αύριο θα μιλήσουμε για τον χρόνο» είπε ο Χρυσαφής και στράφηκε στα μέλη που βρίσκονταν γύρω του. «Χαιρετήστε τον Λίλη αγαπητοί μου»
Σαν ζητωκραυγή σηκώθηκαν οι φωνές όλων τους
« Για σου Λίλη….σαν ξαναρθείς…απ την ανία σου θα βγεις»
« Για σου Λίλη….σαν ξαναρθείς…απ την ανία σου θα βγεις»
« Για σου Λίλη….σαν ξαναρθείς…απ την ανία σου θα βγεις»

Ο Λίλης έφυγε κι ο απόηχος τον ακολούθησε αρκετά. Μετά σκέφτηκε το αυριανό θέμα. Θα μιλούσαν για τον χρόνο! Ένοιωσε σπουδαίος. Μετά ένοιωσε ακόμα πιο σπουδαίος που έκαμε και κάτι χωρίς να ρωτήσει τους δικούς του. Μόνο σαν πλησίασε και το γνώριμο ζεστό ρεύμα θα τον οδηγούσε στο κρεβάτι του, άρχισε να μικραίνει, «ο φόβος φταίει» σκέφτηκε «Πρέπει να υψώσω το παράστημα μου» ξανασκέφτηκε «Στο κάτω-κάτω τι κακό θα κάνω; Μαθήματα φιλοσοφίας θα παρακολουθήσω»
Μέσα, όλοι, παίρνανε την σιέστα τους. Αυτή η συνήθεια, τους είχε μείνει από χρόνια, έλεγε ο πατέρας του. Απ΄ όταν είχανε φιλοξενήσει μια μακρινή συγγενή, που είχε έρθει καταταλαιπωρημένη από το Μεξικό. Εκεί, λέει, κάθε μεσημέρι, κάθε τι σταματούσε. Κι ο καθείς καθόταν όπου έβρισκε και καλυμμένος στο μεγάλο του σομπρέρο, έπαιρνε έναν καλό υπνάκο, ως που να πάρει να δροσίσει. Την σιέστα, οι οικογένεια την κρατούσε μυστική από το σόι των Γαϊτανούριδων, που πάντα γύριζαν σαν σβούρες κι έτρεχαν με διακόσια και που θεωρούσε την χαλάρωση Αστική συνήθεια και άρα κατακριτέα.
Ο Λίλης, ξάπλωσε στην περίτεχνη αιώρα του από φύκια καμωμένη και λικνίστηκε ελαφρά ως που τον πήρε ο ύπνος. Ονειρεύτηκε τον χρόνο.

«Σήκω! Κοντεύει η ώρα για το δείπνο» άκουσε τη φωνή της μητέρας κι ο μικρός του αδελφός έδωσε μια στην αιώρα και τον τουμπάρισε γελώντας.
Η ώρα, η μέρα, ο χρόνος, γενέθλια, πρωτοχρονιά, Millenium, καλλεντάρια, το δέντρο του χρόνου, ρολόγια, ρολογάδες, δεν έχω χρόνο, έφαγες τον χρόνο μου, θα μου φας την ώρα, σκοτώνω την ώρα μου, ο χρόνος είναι χρήμα, ο χρόνος είναι κρίμα, ημερολόγια, ημεροδείκτες.
«Τι θα πει κοντεύει η ώρα;» ακολουθεί τη μάνα από κοντά. Εκείνη ανοίγει δυο τεράστια ψαρίσια μάτια. «Πρώτη φορά το ακούς αυτό; Θα πει μίκρυνε η απόσταση από την στιγμή που θα πάρουμε το δείπνο μας»
«Η απόσταση δεν είναι άλλο από τον χρόνο;» Ο πατέρας κάτω από το αμπαζούρ που είχαν φτιάξει από το κέλυφος μιας Πίνας, σήκωσε προς στιγμήν τα μάτια, «τι ρωτάει αυτό το παιδί τώρα;» αναρωτήθηκε και ξανάπεσε στο διάβασμα του αγαπημένου του περιοδικού.
«Εκτός της απόσταση του ενός αντικειμένου από το άλλο, του ενός σπιτιού από το άλλο, της μιας πόλης από την άλλη, υπάρχει και απόσταση ενός γεγονότος από κάποιο άλλο. Ας πούμε Χρονική Απόσταση. Για να καταλάβεις, από το πρωί στις οκτώ, έως τώρα, η χρονική απόσταση είναι δώδεκα ωρών. Κατάλαβες;»
«Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί χρειάζεται να μετράς τον χρόνο;»
«Είναι βολικό» απάντά η μητέρα και καθαρίζει μικρούς αχινούς, διαλέγει μικρά ψαράκια, κοκοβιούς, γόνους, και μικρά οστρακοειδή, να φτιάξει την βραδινή κακαβιά»
«Για ποιόν είναι βολικό; Για εμάς;»
«Και βέβαια. Για ποιόν άλλον;»
«Και που βολεύει;»
Η μητέρα σκουπίζει τα χέρια της σε μια πετσέτα, κάθεται και παίρνει τον Λίλη ανάμεσα στα πόδια της.
«Κοίταξε Λίλη. Όταν υπάρχει αυτή η τακτικότητα των ωρών και γνωρίζουμε ότι η μία διαδέχεται την άλλη, νοιώθουμε μια σιγουριά»
«Γιατί; Αφού μπορούμε να ζήσουμε κι αλλιώς»
«Τώρα, η πρόοδος το απαιτεί. Δεν ζούμε πλέον Λίλη, στην εποχή των Δεινοσαύρων. Πρέπει να γνωρίζουμε τι θα κάνουμε, πόση ώρα διαρκεί, ώστε να τα προλαβαίνουμε όλα. Διότι έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις. Κάποτε τα πράγματα ήσαν πολύ διαφορετικά. Τότε μόνο η επιβίωση είχε αξία. Ύστερα, είναι πολύ καλό αυτό, πολύ παρηγορητικό θα έλεγα»
«Γιατί;»
«Να, αν μια μέρα δεν είναι και τόσο καλή, λέμε, ώρες είναι θα περάσουν. Θάρθει η αυριανή κι όλα θα είναι καλύτερα. Αυτή η συνέχεια του χρόνου, μας αλαφρώνει στα δυσάρεστα. Γι αυτό και λένε «ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός»
«Κι όταν ην μέρα είναι καλή και δεν θέλεις να τελειώσει;»
Ο μπαμπάς ξανακοίταξε τον κανακάρη του πάνω από τα γυαλιά του. «Να δεις που αυτός ο μικρός θα γίνει κάποτε πολύ μεγάλος» σκέφτηκε και χαμογέλασε κρυφά.
Η μητέρα τον αγκάλιασε σφικτά και του εξήγησε ότι και τα ωραία είναι απαραίτητο να τελειώνουν, διαφορετικά χάνουν την λάμψη τους. Γίνονται συνήθεια. Κι η συνήθεια, σκοτώνει. Ζωές, μυαλά, σχέσεις. «Όλα είναι ωραία σχεδιασμένα γιε μου…» προσπάθησε να τελειώσει η μητέρα την κουβέντα «….αρκεί να μη θέλεις να μουτζουρώσεις το σχέδιο του Μεγάλου Σχεδιαστή»
«Και πως μπορεί κανείς να το μουτζουρώσει το σχέδιο του Μεγάλου Σχεδιαστή;» απόρησε ο Λίλης και περίμενε από το στόμα της την απάντηση.
«Με το να πάψει να σέβεται τη ζωή του, η την ζωή των άλλων». Σηκώθηκε η μητέρα και ανακάτεψε προσεκτικά την κακαβιά, να μην διαλύσουν τα μικρόψαρα.
«Πάλι ψαρόσουπα θα φάμε» γκρίνιασε ο μικρότερος.
«Λέγε Δόξα τω Θεώ που τρως αντί να τρώγεσαι» τον κατσάδιασε η μητέρα και ο πατέρας ένιωσε περηφάνια για την σοφή του σύζυγο.


Η ημέρα ξημέρωσε κι ο Λίλης, βούρτσισε νευρικά τα δόντια του. Νευρικά διάλεξε φρέσκο πουκάμισο, από τα δώδεκα ίδια που είχε. Ένα γλυκό καστανό, με πέντε γαλαζωπές ραβδώσεις στα πλάγια.
Κι η μητέρα του φορούσε ίδια χρώματα μ αυτόν και με τον αδελφό του. Μόνον ο πατέρας, είχε το δικαίωμα να φορά ανοιχτότερα χρώματα και να έχει στον γιακά μια γαλαζωπή σειρά, με κόκκινο ρέλι στην βάση του κεφαλιού. Σαν μεγάλωνε, θα αποκτούσε το δικαίωμα του πατέρα του, στο κόκκινο ρέλι. Προς ώρας, ήταν το «παιδί της μαμάς» όσο κι αν τον ενοχλούσε αυτό κάποτε.
Όλοι στο σπίτι, ετοιμάζονται για την πρωινή εξόρμηση. Ο μικρός του αδελφός τον ενοχλεί διαρκώς, παραπονιέται στην μητέρα του «Η νευρικότητα καλέ μου, είναι χαρακτηριστικό μας. Από το να είμαστε οκνοί, καλύτερα έτσι, δεν νομίζεις;» ρώτησε και βγήκε πρώτη κοιτάζοντας δεξιά αριστερά και συνέχισε.
«Δεν απομακρύνεστε από κοντά μας. Πάμε σύρριζα στο ανάχωμα. Δεν κυκλοφορούμε σε εθνικές αρτηρίες και ούτε καν ονειρευόμαστε τα Διεθνή περάσματα Και πάντα, ταξιδεύουμε με πέμπτη»
«Κάθε μέρα τα ίδια μας λες» παραπονέθηκε ο μικρότερος.
«Αυτοί είναι οι κανόνες της επιβίωσής μας. Τους έλεγα και θα τους λέω μέχρι να ενηλικιωθείτε»
«Έτοιμοι;» ακούστηκε η φωνή τού πατέρα που γυάλιζε κατακάθαρος και φρέσκος. «Έτοιμοι;» ρώτησε η μητέρα ελέγχοντας τα μικρά της.
«Έτοιμοι!» απαντούν κα οι μικροί κι ορμάνε με ταχύτητα στην γαλάζια λεωφόρο.

Ο Λίλης, χαίρεται που θα περάσει πάλι από το κρυφό κλάμπ. Αφήνει τον αδελφό του να προηγηθεί και καθυστερεί γυρνώντας γύρω από τον εαυτό του.
Θα ήθελε τώρα να δείξει πόσο μεγάλωσε. Να αφήσει την οικογένεια του και να χωθεί στην βραχώδη σπηλιά, με την πράσινη κουρτίνα. Βλέπει όμως απ έξω, κάποιον πολύ επιθετικό, με χρώματα παραλλαγής, να κάνει βόλτες και συγχρόνως αισθάνεται την μητέρα του να τον παίρνει σχεδόν σηκωτό.
«Σου έχω πει να μην κοντοστέκεσαι ποτέ…Οι Δράκοι και οι Δράκαινες παραμονεύουν ανά πάσα στιγμή. Έπειτα εδώ το μέρος, δεν έχει και τόσο καλή φήμη. Ποτέ μην ξεχνάς από πού προέρχεσαι. H μεγάλη οικογένεια των Labridae, παλιά και ονομαστή, έχει δώσει κάπου εξήντα νεότερες οικογένειες, που συνέχισαν το έργο τους πιστοί στις παραδόσεις και τα υψηλά φρονήματα. Ένας τέτοιος γόνος λοιπόν, δεν πρέπει να κάνει σφάλματα»
«Μα τι σφάλμα έκανα;»
«Κινήθηκες γύρω από τον εαυτό σου, αφήνοντας τον μικρό σου αδελφό απροστάτευτο»
Ο Λίλης σιώπησε. Μόνο δεν έβλεπε την ώρα να μεσημεριάσει.

Σαν το φως πήρε να γίνεται γαλακτώδες με αποχρώσεις πρασινογάλαζες, κοίταξε τους γονείς και τον αδελφό του να κοιμούνται πλαγιαστά στις καφετί αιώρες τους.
Σαν χέλι γλίστρησε και ξύνοντας τον δρόμο με την ταχύτητα του, έφτασε στην είσοδο του κλαμπ. Παραμέρισε την κουρτίνα και μπήκε. Τα μάτια του προσαρμόστηκαν στο μισοσκόταδο γρήγορα.

Ο κύκλος σήμερα μεγαλύτερος. Ο Χρυσαφής στο κέντρο όρθιος και υπέρλαμπρος μέσα στα στολίσματά του. «Καλωσορίσετε το νέο μας φίλο» διέταξε και όλοι κραυγάσανε «Χαίρε, Λίλη, Χαίρε Λίλη» τόσο δυνατά, ώστε ο Λίλης φοβήθηκε μήπως ξυπνήσουνε οι δικοί του.
«Χαίρετε» απάντησε και κάθισε ανάμεσα τους.
«Σήμερα λοιπόν αγαπητοί μου, θα σας μιλήσω για τον χρόνο»
Δεν κάνω τίποτα κακό, σκέφτεται ο Λίλης, μόνον μαθήματα φιλοσοφίας.
«Λοιπόν θα αρχίσω από τα απλά» συνέχισε ο κύριος Χρυσαφής «Ο χρόνος, μετριέται με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος, είναι αυτός που διδάσκουν οι δάσκαλοι, που μας μαθαίνουν οι γονείς, που γράφουν οι ημεροδείκτες. Ο άλλος είναι αυτός που εδώ θα μάθετε με απλά κατανοητά μαθήματα. Θα επανέλθω όμως στην ουσία.
Οι διαστάσεις αγαπητοί μου, δηλαδή, μήκος, πλάτος, ύψος, βάθος, βάρος, χρόνος, χώρος, όλα είναι δημιουργήματα αναγκών καθημερινών. Όλα ανακαλύφθηκαν για να ευκολύνουν την ζωή μας. Και το αποτέλεσμα;»
Σιωπή στο ακροατήριο.
«Το αποτέλεσμα;» ξαναρωτά βροντόφωνα ο δάσκαλος.
Σιωπή νεκρική. Ψαρίσια μάτια. Ακινησία καθολική.
«Γίναμε σκλάβοι τους!» ουρλιάζει ο δάσκαλος και από την ομήγυρη ακούγεται ένα απελπισμένο «ΟΧΙΙΙ!»
«Ναι, αγαπητοί μου. Γίναμε σκλάβοι των διαστάσεων. Οι διαστάσεις είναι όρια. Συρματοπλέγματα. Φτιάχτηκαν αγαπητοί μου, διότι τους φόβισε το αχανές. Θελήσανε όλα να τα βάλουν σε μια σειρά. Γιατί στην ακαταστασία δεν έβρισκαν τον εαυτό τους. Κομπλεξικοί λοιπόν αγαπητοί μου, καθιερώσανε τις διαστάσεις. Διότι έτσι μπορούσαν να ξεγελούν τον εαυτό τους. Πως εφόσον ήσαν σε τάξη τα πάντα, άρα και ο εσωτερικός τους σκουπιδότοπος είχε φροντιστεί.
Αυταπάτη, αγαπητοί μου. Ψευδαίσθηση. Ο Θεός αγαπητοί μου, την πλήρη αταξία, δεν την έφερε σε τάξη για κανέναν άλλο λόγο. Παρά μόνον για…..Ξέρετε ποιος είναι ο λόγος;»
«ΟΧΙΙΙΙ!» ακούγεται η ομήγυρης σε πλήρη συμφωνία.
«Την έφερε σε τάξη, για να βρεθεί ο ένας, η οι πολλοί, που θα τολμήσουν να την φέρουν πάλι, στην αρχική της κατάσταση! Την Θεϊκή αναρχία! Και ποιοι είναι αυτοί οι ικανοί για τέτοια πράξη; Ξέρετε;»
«ΟΧΙΙΙΙΙ»
«Εσείς! Μάλιστα εσείς! Να σας ακούσω να το λέτε»
«Εμείς! Εμείς! Εμείς!»
«Εσείς θα καταργήσετε την αρμονία τους. Τους ηλίθιους νόμους τους. Εσείς θα πάτε ακόμα πιο πέρα. Θα είστε οι πρώτοι, που θα καταργήσετε τις διαστάσεις τους. Θα τους πολεμήσετε με τα όπλα τους. Κάτω ο χώρος! Κάτω ο χρόνος! Φωνάξτε μαζί μου»
«Κάτω ο χώρος! Κάτω ο χρόνος!»
Βούιξαν τα τοιχώματα από τις ομαδικές κραυγές.
«Εγώ θα σας οδηγήσω πέρα από τις διαστάσεις. Θα σας ανεβάσω στους εφτά ουρανούς! Εγώ θα σας δείξω τον τρόπο να ξεπεράσετε τον εαυτό σας. Θα περνάτε μέσα από βράχους και ηφαίστεια, θα ταξιδεύετε με την ταχύτητα του φωτός, θα μάθετε να εκτοξεύεστε στα πλανητικά συστήματα, θα παίρνετε μέρος στους χορούς των φαινομένων. Θέλετε;»
«ΝΑΙΙΙΙΙ!»

Ο Χρυσαφής κάτι διέταξε δυο παλιά μέλη κι εκείνα ανάψανε μια φωτιά στο κέντρο της αίθουσας. Ρίξανε μέσα διάφορα άγνωστα φυτά και κόκκινα φύλλα, κομμάτια ξύλων σαν κανέλλα κυλινδρικά, βλαστούς που θυμίζανε αρμυρίκια.
«Και τώρα αγαπητοί μου θα σας αποκαλύψω, με ποιόν τρόπο έφταναν σε έκσταση μεγάλοι μάντεις, σαν την Πυθία, τις Ιέρειες του Ασκληπιού, θνητοί η ημίθεοι, για να γιατρέψουν από τον πόνο, την νοσταλγία και την απώλεια. Ο Παήων στις πληγές του Άρη και του Άδη, ο Πάτροκλος στην πληγή του Ευρύπολου, η Ελένη τέτοια έχυσε στο κρασί του Τηλέμαχου και η Κίρκη η μάγισσα ανακατεμένα με σιτάρι, για να λησμονήσει ο Οδυσσέας την Ιθάκη του. Και μετά, στην Πάτμο ο Ιωάννης, πως νομίζετε ότι έγραψε την Αποκάλυψη; Έτσι!» είπε και στάθηκε πάνω από τους καπνούς κάνοντας βαθιές εισπνοές.


Ο Λίλης ο Γαϊτανουρίδης, κατάφερε να φτάσει στην σπιτική του αιώρα, αφού προηγουμένως, κινδύνεψε να χαθεί από προσώπου γης αρκετές φορές. Την πρώτη από ένα κοκκινοντυμένο σαν αστακό οπλισμένο ένστολο, μετά από μια Δράκαινα, και τέλος από ένα τεράστιο αρματοφόρο.
Ξαφνικά ένιωσε τόση ευτυχία, που έσκασε σαν βόμβα. Τα κομμάτια του εκτινάχτηκαν μέχρι το ταβάνι του δωματίου του, φλεγόμενα κι εκρηκτικά, ανοίξανε την οροφή και διέσχισαν το μπλε που τον χώριζε από τον άπιαστο ουρανό. Εκεί ξαναενώσανε, έγινε πάλι ο Λίλης ο Γαϊτανουρίδης, αλλά ήταν μόνος κι επί πλέον δεν μπορούσε να ν αναπνεύσει. Τότε εμφανίστηκε η ξαδέρφη του η Θεώνη Χειλούτσα
που όμως, όλο άλλαζε πρόσωπα και του έλεγε ότι είναι ο Ζωδιακός κύκλος, και αν είχε διάθεση μπορούσε να τον μάθει να προφητεύει το μέλλον. Κι έγινε Κριάρι που τον κυνήγησε, κι ύστερα Ταύρος και Λιοντάρι, Σκορπιός φαρμακερός, κι ο Τοξότης τον πέτυχε στο Δόξα Πατρί. Να πέσει σε πυρετό να πεθάνει. Ώσπου ήρθε ο Υδροχόος και τον έλουσε με νερό δροσερό, θεραπευτικό, κι ο ζυγός τον περίμενε υπομονετικά, να τον δικάσει για την ανομία του. Αλλά τότε φάνηκε η Παρθένος. «Συγχωρημένος»
του είπε «Μα να ξέρεις, η κοινωνία είναι η ασπίδα σου. Κι όσο κι αν κάνει λάθη, δεν
παύει να σε προστατεύει απ΄ όσους σε θέλουν έρμαιο, έξω από τα τείχη της»
Μετά, η Θεώνη η Χειλούτσα, ξαναπήρε το αρχικό της πρόσωπο που όμως φούσκωνε κι όλο φούσκωνε έτοιμο να εκραγεί. Ο Λίλης άρχισε να τρέχει να τρέχει, φωνάζοντας «Δεν θα το ξανακάνω….δεν θα το ξανακάνω….δεν θα το ξανακάνω….»

«Τι δεν θα ξανακάνεις αγόρι μου; Τι έβλεπες μέσα στον πυρετό σου; Εσύ είσαι πρότυπο γιε μου. Ποτέ δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι κακό…έτσι δεν είναι;»
Ο Λίλης ο Γαϊτανουρίδης, άνοιξε τα μάτια του. Βρισκόταν στο δροσερό του δωμάτιο, στην ωραιότερη φυκιάδα της περιοχής, με όλους τους αγαπημένους του γύρω.
Και ξαφνικά, αγάπησε τα βραχώδη σύνορα που τον χώριζαν από τον κόσμο εκεί έξω. Αγάπησε τους δεσμούς που τον δέσμευαν με τους αγαπημένους. Αγάπησε το σώμα του που σιγά-σιγά αποκτούσε το βάρος του. Αγάπησε τις διαστάσεις του πατέρα του, και την απόσταση την χρονική που χώριζε την γέννησή του, από την γέννηση του μικρού του αδερφού. Αγάπησε και τον χρόνο, έτσι όπως τον καθορίζουν οι δάσκαλοι, οι γονείς και οι ημεροδείκτες.
«Σε πόση ώρα τρώμε;» ρώτησε, πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό του αδερφό και είχε την βεβαιότητα ότι άγγιζε τον Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: