Μητρότητα

Μητρότητα

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Η ΖΗΛΕΙΑ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ....ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ


Ο συνοικισμός ήταν ειρηνικός. Διάφορα χρώματα, είδη, ράτσες και φυλές, κάτω από τον ωραίο ουρανό. Να σε κάνει να νοιώθεις πως βρίσκεσαι μέσα στην ίδια μπομπονιέρα με άλλα κουφέτα. Κάθε πρωί, κινούσαν ύμνοι για τον δημιουργό, σ όλες τις γλώσσες. Η δύναμη τους, λες κι έσπρωχνε σύννεφα, κατακλυσμούς, αστραπόβροντα, κι ακραία καιρικά φαινόμενα, σ άλλες άκριες τις υδρογείου. Οι ειδικοί, λένε ότι για το ωραίο εύκρατο κλίμα, δεν ευθύνεται η θέση της πόλης στην καρδιά του Θεού, αλλά η θέση της πόλης, στην συγκεκριμένη συντεταγμένη, πλάτος, μήκος, παράλληλοι και λοιπά εφευρήματα της δυσκολίας του ανθρώπου να αποδεχτεί τα απλά.
Στον συνοικισμό όλοι ήσαν απλοί κι ευλογημένοι. Και καθαρά παραδοσιακοί. Που θα πει σεβασμός στην Ιεραρχία, που σημαίνει νομίζω, σεβασμός στις αρχές και τα ιερά. Πως είναι ο Θεός, ο σοφός, ο μπαμπάς και η μαμά, ο δάσκαλος….κάτι έτσι.
Ο μπαμπάς μάλιστα, έπεισε και τη μαμά να είναι παραδοσιακή, που θα πει καχύποπτη απέναντι σε κάτι εφευρήματα, τα οποία διαφημίζουνε ότι ευκολύνουν, αναβαθμίζουν και πολλές φορές σώζουν τη ζωή μας
«Δεν γνωρίζεις τις παρενέργειες καλή μου μακροπρόθεσμα» της έλεγε ο μπαμπάς και η μαμά τον άκουγε προσεκτικά, αμίλητη, με το βλέμμα στο πλάτωμα, όπου παίζανε φιλιωμένα, τα μικρά όλων των ειδών, φυλών, χρωμάτων….
«Όμως τώρα, θα μπορούσε να είναι εκεί έξω, μαζί με τα άλλα και να παίζει και να μαθαίνει» αντιγύρισε η μητέρα ένα απόγευμα κι ο πατέρας απάντησε ότι «ο σοφός δεν έχει ανάγκη να βγει από την πόρτα του για να είναι σοφός» η μητέρα τον θαύμασε, άνοιξε τα μάτια της να χωρέσουν την αγάπη της όλη γι αυτόν, που όμως ξεχείλισε και άρχισε να τρέχει απ΄ τα μάτια της.
«Μα είναι ένα μικρό μόνο» πήγε να πει, αλλά η ματιά της σταμάτησε πάνω στο μικρό τους, που περίμενε την συνέχεια, και βουβάθηκε στην στιγμή.
«Ο Θεός, κάνει τα πράγματα καθώς πρέπει» την αγκάλιασε τρυφερά ο πατέρας «κι αν εμείς δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τώρα την θέληση του, θα έρθει η ώρα που όλα θα αποκαλυφθούν» την καθησύχασε και νομίζω ότι η μητέρα θα πρέπει πολύ να συγκινήθηκε, αλλά ξαφνικά τα μυρμηγκάκια που περνούσαν ανάμεσα στα πόδια του, αλλάξανε πορεία κι ασχολήθηκε μαζί τους.
Το ίδιο βράδυ, ο πατέρας έπεσε σε μια ενέδρα που στήσανε κάποιοι ταραξίες, που θέλησαν να ρίξουν τις ευθύνες στον πολύ-πολιτισμικό τους οικισμό.

Την άλλη ημέρα, η μητέρα, αφού θρήνησε παραδοσιακά τον πατέρα, τον έθαψε πολύ παραδοσιακά, ο σοφός του οικισμού αναφώνησε έναν πολύ-πολύ παραδοσιακό λόγο, στις γλώσσες όλων των ειδών, φυλών και χρωμάτων που ήσαν παρούσες, φορτώθηκε το μονάκριβό της στην πλάτη και το οδήγησε στην διπλανή πόλη.
Την «Βαβέλ της Αθεΐας», όπως έλεγε ο πατέρας όταν ζούσε και καυχιόταν πως ποτέ δεν είχε επισκεφτεί και ποτέ δεν θα επισκεπτόταν τουλάχιστον ζωντανός.
«Τι θέλουμε εδώ» ρώτησε το μικρό. «Αν ζούσε ο πατέρας…»
«Ο πατέρας δεν ζει» απάντησε απότομα «ζω όμως εγώ και πρέπει να ζήσεις κι εσύ» και τράβηξε προς το τεράστιο γυάλινο κτίριο «Εφαρμοσμένων Ιατρικών Επιστημών» σέρνοντάς το από το πόδι.
Εκεί η μητέρα, πρόδωσε τον πατέρα και τα πιστεύω του. Το μικρό, ντράπηκε πολύ, θα έλεγα μάλιστα ότι διέκρινε μια ψυχρότητα που μέρα–μέρα μεγάλωνε, άκουγε όμως μέσα στις αίθουσες, ότι οι διαφορές στις συμπεριφορές οφείλονται σε διαταραχές λόγω των ουσιών που έπαιρναν δότες και δέκτες.
Στο Κέντρο, τα κρεβάτια τους ήσαν διπλανά, αλλά ένα πρωινό, ξύπνησε σε γυάλινο κουτί, και θα ούρλιαζε αν δεν έβλεπε την μητέρα που με μικρόφωνο το καθησύχαζε ότι όλα θα πάνε καλά, έξω από τα γαλαζωπά τζάμια του. Μάλιστα το κοίταξε τόσο τρυφερά, όσο ποτέ άλλοτε και του ένευε να μείνει ήσυχος και να έχω εμπιστοσύνη σ αυτήν κι έτσι αναγκάστηκε από το ικετευτικό της βλέμμα.
Χαλάρωσε και θα πρέπει να κοιμήθηκε πολύ, γιατί σαν ξύπνησε, ήταν στο κρεβάτι του, στο σπίτι τους, κι η μητέρα έπλεκε ένα παιδικό φανελάκι με ριγέ χρώματα σαν του ουράνιου τόξου.


Πάνω από τον οικισμό, το ουράνιο τόξο, άνοιγε τις πύλες του ουρανού να φτάσουν οι ύμνοι οι πρωινοί, στον ουρανό. Θα πρέπει να είχε βρέξει, γιατί χώμα νοτισμένο μύριζε και το μικρό ένοιωσε μεγάλη ευτυχία για όσα είχε. Ως που αντίκρισε την κοιλιά της μητέρας του.
«Περιμένεις παιδί» ρώτησε «Δεν σε φτάνω εγώ;»
«Αν τα πράγματα ήσαν αλλιώς θα μ έφτανες» απάντησε η μητέρα διφορούμενα και βυθίστηκε στο πλεκτό της.
«Μα τώρα δεν έχουμε πατέρα»
«Ποιος σου είπε πως δεν έχουμε πατέρα ανόητο παιδί;» αγρίεψε και κούνησε το δάκτυλο απειλητικά εμπρός του.
«Και πού ναι;»
«Εδώ μέσα» είπε και χτύπησε το στήθος της «κι εδώ» κι έδειξε το μυαλό της. «Όσο τον σκεφτόμαστε και τον αγαπούμε, θα ζει» ξέκοψε.
Το μικρό και απογοητεύτηκε και θύμωσε. Όταν μάλιστα η μητέρα γέννησε ένα μωρό-κουράδι, στο Κέντρο Εφαρμοσμένης Ιατρικής, και το έφερε στον οικισμό, και όλοι, όλων των χρωμάτων, φυλών, και ειδών, ευχήθηκαν όλα να πάνε καλά, τότε ζήλεψε πολύ. Ένοιωσε μάλιστα τα μάτια όλων απάνω του, να το κοιτάζουνε παράξενα, κι ενοχλήθηκε τόσο πολύ, ώστε γέμισε χιλιάδες μικρά κόκκινα θυμωμένα σπυριά, με ένα κεφαλάκι όλο φαγούρα, που έκανε την μητέρα με το μωρό-κουράδι παραμάσκαλα, να πηγαινοέρχονται από πάνω του, ρίχνοντας του ταλκ και αποστειρωμένο νερό. Μάλιστα φάνηκε τόσο καλή μαζί του, ώστε σκέφτηκε να βρει έναν τρόπο, να σπυριάζει συχνότερα. Ματαιοπόνησε. Μακριά από τα βλέμματα, γιατρεύτηκε γρήγορα, κι έπιασε τη θέση του κοντά στο παράθυρο, να βλέπει τα μικρά όλων των χρωμάτων, ειδών και φυλών, να παίζουν ασταμάτητα.

Η μητέρα ασχολιότανε με το μωρό-κουράδι που πάντα γελούσε ηλίθια. Το βύζαινε, το έγλειφε, το έλουζε, το χτένιζε, του έκοβε τα νυχάκια όμορφα-όμορφα και το μικρό ζήλευε. Όταν πήγαινε να μπει ανάμεσα τους, του έριχνε με το πόδι της μια σκουντιά.
Η σκουντιά ήταν γερή, το ξαπόστελνε πέντε-δέκα μέτρα. Το βλέπανε τα μικρά απ
όξω, πατούσανε τα γέλια, πατούσε κι αυτό τα κλάματα και γύρευε τρόπο να κρυφτεί και τόπο να λουφάξει.
«Είναι αντικοινωνική» άκουσε κάποτε την μάνα του να λέει κι ο γείτονας της σύστησε να το δει ο σοφός του οικισμού που έλυνε τέτοια θέματα.
«Δεν έχω χρόνο για τέτοια» απάντησε η μητέρα «τώρα μεγαλώνω το κούτσικο…Βλέπετε πρώτη έρχεται η ζωή…κι ύστερα η ψυχική υγεία»
«Εσείς ξέρετε» απάντησε ο γείτονας και φόρεσε το καπέλο του.
Η μάνα, ήταν αξιοσέβαστη. Ιδίως απ΄ όταν ο πατέρας χάθηκε σε μια ύπουλη ενέδρα και κράτησε μόνη το βάρος όλο του σπιτιού.
Το ερώτημα του, ήταν αυτό, σε τι έφταιγε. Να βλέπεις όλα της ηλικίας του, όλων των ειδών, των χρωμάτων, των φυλών, να διαθέτουν δυο αγκαλιές, για νανούρισμα, παρηγοριά, η ευχαρίστηση κι αυτό να μην έχει ούτε την μια.

Τις ώρες που η μάνα του φρόντιζε τις άλλες της δουλειές, εκείνο πλησίαζε την μικρούλα κόρη της μάνας του, την κοίταζε καλά-καλά, κι έψαχνε να ανακαλύψει, τι στο καλό είχε που δεν είχε αυτό. Δεν έβρισκε τίποτα. Άλλο από εκείνο το ηλίθιο τεράστιο στόμα της που όλο γελούσε.
Μια μέρα, του γεννήθηκε η απορία θα εξακολουθούσε να γελάει αν της τραβούσε λίγο το πόδι; Η μικρή κόρη της μάνας του, εξακολουθούσε να γελάει όταν τής έστριψε το πόδι. Εξακολουθούσε να γελάει όταν τής ζούπησε την μύτη. Εξακολουθούσε να γελάει, όταν έδεσε κοτσίδα τα χέρια της. Εξακολουθούσε να γελάει όταν την χτύπησε μια φορά προσεκτικά κάτω. Εξακολούθησε να γελάει όταν χοροπήδησε στην κοιλιά της επάνω σαν σε τραμπολλίνο. Εξακολούθησε να γελάει κι όταν την στριφογύρισε στον αέρα πέντε φορές και την χτύπησε στον τοίχο της αυλής. Εξακολουθούσε να γελάει και κάτω, ακίνητη στο χώμα. Εξακολουθούσε να γελάει και όταν η μάνα μπήκε κι αναστάτωσε τον οικισμό από τις φωνές.
«Όοοοοοι Ουυυυυυυυ….τι έκανες δύσμοιρο…..»
«Εγώ, τίποτα» απάντησε μαζεμένα. «Ήθελα μόνο να σταματήσει να γελάει»
«Γιατί να σταματήσει; Γέλιο του Θεού ήταν» χτυπιόταν η μάνα δεξιά-αριστερά
«Μ αυτό το γέλιο σε ξεμυάλισε» αυθαδίασε στον θυμό του. «Από τότε που γεννήθηκε, δεν είχες μάτια πατά μόνο γι αυτήν…εγώ δεν υπήρχα»
Η μάνα στο κλάμα μουσκεμένη σουρομαδιόταν και ξέσκιζε το χνουδωτό της πανωφόρι.
«Ζήλευες καμάρι μου, Ζήλευες;»
«Σκύλιασα από τη ζήλια» ομολόγησε και πλησίασε να δει τη μικρή του αδερφή και τη μάνα του που είχαν γίνει κουβάρι ένα.
«Ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τις χωρίσει» σκέφτηκε και βγήκε απογοητευμένο στους δρόμους που μέχρι τώρα ήσαν για αυτό απαγορευμένοι.
Ήξερε ότι στους δρόμους αυτούς θα έβρισκε το τέλος του, αλλά από το να βλέπει τη μάνα του πάνω στην ηλίθια αδερφή του, καλύτερα αυτό. Άσε που ποτέ δεν είχε δει δρόμους και τοπία, δέντρα και λίμνες.
Ο δρόμος ήταν παράξενα ήσυχος, όταν ανακάλυψε, πως όλοι οι κάτοικοι του πολυ-πολιτισμικού τους οικισμού, είχαν κρυφτεί πίσω από δέντρα, βράχους, θάμνους, στη σειρά, σιωπηλοί και ακίνητοι σαν πετρωμένοι.
Γυρνούσε απότομα, από δω κι από κει, να προλάβει ένα κεφάλι, μια ματιά, η μια μορφή, ν ακούσει έστω μια προσβλητική ή μια καταδικαστική φωνή. Από το τίποτα, καλή θα ήταν και μια πετριά στον πισινό. Τίποτα. Το μεγάλο, ευθύγραμμο τίποτα. Σαν τον δρόμο που ανοιγόταν εμπρός του.

Περπάτησε ώρες ή έτσι του φάνηκε. Κι αυτή η ελευθερία τώρα, βάραινε παράξενα. Αίφνης από ένα δέντρο, ξεχώρισε μια καφετί φιγούρα.
«Καλημέρα σας κύριε…από τις περιγραφές που έχω ακούσει συμπεραίνω ότι είστε ο σοφός του χωριού»
«Ένας είναι ο σοφός» απάντησε και καθάρισε τα γυαλιά του προσεκτικά. «Και για πού το έβαλες μικρό μου μόνο σου; Η μητέρα σου σε είδε ότι ξεπόρτισες; Αλήθεια είναι καλά;»
«Καλά είναι κύριε»
«Και πώς να μην είναι. Τώρα που βρέθηκε η λύση στο πρόβλημα σου…σίγουρα θα είναι πολύ καλύτερα…Ξέρεις πόσες φορές ερχόταν εδώ κι έκλαιγε για σένα και την τύχη σου; Αλλά να, που ο καλός Θεός, εξακολουθεί να κάνει τα θαύματά του»
«Και πως κάνει θαύματα ο θεός κύριε; Ποτέ δεν έχω δει κανένα»
«Α! να σου πω. Ο πιο απλός τρόπος είναι όταν ανάβει φωτιές στα μυαλά των ανθρώπων. Τότε αυτοί αρχίζουν κι ανακαλύπτουν, όλο ανακαλύπτουν νέα πράγματα»
«Ο πατέρας ήταν….»
«Το ξέρω….πάντα οι καινοτομίες έχουν τους εχθρούς τους. Κοίτα όμως εσάς και την τραγική σας κατάσταση. Αν στο «Κέντρο Ιατρικών Εφαρμογών» δεν είχαν ανακαλύψει πώς να παράγουν τους κλώνους μας, θα είχες ελπίδες να ζήσεις εσύ, με την ανίατη ασθένεια που είχες; Τώρα όμως μπορείς να δοξάζεις τον θεό, γιατί το νέο μωρό της μητέρας σου, είναι ο «Κλώνος» που γεννήθηκε, μόνο και μόνο για να πεθάνει. Κι αυτό για σένα. Μόνο για σένα» είπε η καφετί κουκουβάγια και έφυγε στο πυκνό φύλλωμα του δέντρου, αφήνοντας το μόνο. Ένα έρημο κουτάβι, ζηλιάρικο, φονικό και προπάντων καταδικασμένο σε θάνατο.

2 σχόλια:

herinna/ είπε...

Τι πρωτοποριακή σύλληψη είναι αυτή; Πολύ εντυπωσιακό, μπράβο Ελένη μου και πάλι μπράβο.

Νικόλας Παπανικολόπουλος είπε...

Πολύ καλό! Μου αρέσουνε οι ιστορίες με ανατροπή, κυρίως όσες έχουνε κάτι να πούνε!
Θα σου μεταφέρω μία ιστορία της Eλένης LNE:

τα μάτια μου..

Υπήρχε μία κοπέλα τυφλή, η οποία είχε απογοητευτεί από όλους,
ακόμα κι από τους δικούς της ανθρώπους. Ένας μόνο άνθρωπος είχε αποδεχτεί την κατάστασή της.
Το αγόρι της.
Την αγαπούσε πάρα πολύ και την στήριζε σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής της.
Η κοπέλα του είπε:
«Αν ποτέ καταφέρω να δω, θέλω να παντρευτούμε. Είσαι ο μοναδικός άνθρωπος στη γη που αγαπώ».
Το αγόρι δέχτηκε ευχάριστα την απόφασή της
και συμφώνησαν ότι έτσι θα γινόταν.


Ο καιρός πέρασε και η πολυπόθητη ώρα ήρθε.
Ένα ζευγάρι μάτια βρέθηκαν και η κοπέλα έκανε μεταμόσχευση.
Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό.
Η κοπέλα πια μπορούσε να δει.
Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να δει το αγόρι της
ώστε επιτέλους να πραγματοποιήσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει μεταξύ τους.
Αυτό κι έγινε.


Μόλις όμως τον συνάντησε,
διαπίστωσε ότι ήταν τυφλός. Τότε κάτι άλλαξε.
Του είπε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει όλη της τη ζωή με έναν τυφλό
και ως εκ τούτου, δεν θα τον παντρευόταν.


Τον αποχαιρέτησε.


Φεύγοντας, το αγόρι της είπε:

«Στο καλό αγάπη μου και να προσέχεις τα μάτια μου»..

Την καλησπέρα μου! :))